Σίσυφος
Παράδοση, Βαλκάνια, μπλέκουν, παντρεύουν, πανηγύρι... Πριν βιαστούμε να πούμε "νισάφι πια", ας θυμηθούμε ότι και στην ζωή γενικότερα, αυτό που μετράει είναι όχι τόσο το "τι" αλλά το "πως". Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Το πάντρεμα της παραδοσιακής μουσικής με την μοντέρνα τα τελευταία χρόνια γίνεται κατά κόρον, επισταμένα, με συγκεκριμένη συνταγή και στοχευμένο business plan από πολλές μπάντες εκεί έξω. Είναι μια μουσική μίξη, ένα σχετικά καινούριο μουσικό προϊόν στα καθ’ ημάς που με μπερδεύει και μπορεί να μου δημιουργήσει με χαρακτηριστική ευκολία από εντυπώσεις θαυμασμού μέχρι και αποστροφή, με την ίδια ευκολία σε διάφορες περιπτώσεις. Είναι μια μουσική έκφραση τόσο συνηθισμένη στις μέρες μας που πλέον λειτουργεί και σαν εύκολη συνταγή επιτυχίας για μαζικό airplay και φύκια για μεταξωτές κορδέλες σε μέσα πολιτισμού και λοιπά κανάλια επικοινωνίας.
Όσο και ροκ να είναι, όσο και να πηγαίνει μέγαρο και τσάμπα κουλτούρα στο ίδρυμα, το τραβάει μωρέ ο Έλληνας το κλαρίνο, τεντώνει στο άκουσμα του, τσιτώνουν οι μύες του, σηκώνεται από την καρέκλα. Είναι δα που συνδέεται και εύκολα με το διονυσιακό ντέρτι που έχουν να προσφέρουν οι παραδοσιακές σχολές από όλη την Ελλάδα, ή ακόμα και με την ιδρωμένη μέθεξη που επιτυγχάνεται σε γυροβολιές ανά την Ελλάδα και έτσι αφήνει πίσω του ο ακροατής την κάθε μουσική του αφετηρία και γραπώνει την παράδοση σαν μάνα εξ’ ουρανού. Διότι ότι και να λέμε τώρα στα …pop πλαίσια που κινείται ο κόσμος, καλή η r’n’b, η trap και το ελληνικό gangsta hip hop, αλλά κανέναν δεν χάλασε η στριγκλιά του κλαρίνου μια στο τόσο, οι ψηλές νότες του βιολιού ή ακόμα και οι παραδοσιακές πολυφωνίες από την Βόρεια Ελλάδα. Ειδικά όταν αυτά τα στοιχεία πλασάρονται και με τον σωστό τρόπο και συνοδεύονται από το απαραίτητο hype που κάνει τα πλήθη να κουνιούνται κατά κύματα.
Για του λόγου το αληθές το πείραμα V.I.C. έρχεται να μας επιβεβαιώσει τα άνωθεν γραμμένα και να μας δείξει την δυναμική που μπορεί να έχουν τέτοιες περιπτώσεις, συνεπείς και καλοφτιαγμένες. Ένα αναπάντεχο success story –που ούτε οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν, καλλιτεχνικά τουλάχιστον μέχρι τώρα– που ήρθε σαν άλλοθι σε όλες τις άλλες προχειροφτιαγμένες δουλειές που απλά προσπαθούν να κλέψουν τα ψίχουλα που τους αναλογούν από το μερίδιο επιτυχίας των προαναφερθέντων. Το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι έδειξε τον δρόμο σε τόσους άλλους επίδοξους οι οποίοι απλά δεν είχαν σκεφτεί ποτέ να χωρέσουν το οποιοδήποτε «παραδοσιακό» στοιχείο στην μουσική τους. Και έτσι φτάσαμε πλέον αυτή η μουσική γεφύρωση να χαίρει τόσο μεγάλης λαϊκής εκτίμησης που τείνει να αποτελεί πλέον ένα μικρό κομμάτι τις εγχώριας ποπ κουλτούρας. Μια ακίνδυνη μεν, χωρίς τζίρους και αριθμούς ποπ κουλτούρα, η οποία παρόλα αυτά μια χαρά μας κρατάει σε φόρμα και εσωτερική κατανάλωση για να περνάει η ώρα ευχάριστα και ανέμελα. Και σε αυτό το «ευχάριστα κι ανέμελα» έβαλαν και το συναυλιακό (κυρίως άλλα όχι μόνο) χεράκι τους διάφορες μπάντες που ενστερνίστηκαν και εισήγαγαν διαφορετικές κουλτούρες στην ποπ ελληνική μουσική τους. Π.χ. παλιότερα οι Imam Baildi με την σαμπλαρισμένη βίνταζ νοσταλγία τους έβαλαν ξανά στο χάρτη «το παλιό», το κατά πολλούς εκ παραδρομής θεωρούμενο «παραδοσιακό». Οι Gadjo Dilo έβαλαν όλες τις playlists των ραδιοφώνων να αναπαράγουν συνεχώς το ελληνικό swing υβρίδιο τους. Οι Mode Plagal έδωσαν την δική τους ερμηνεία στα παραδοσιακά τους ακούσματα με σαφώς λιγότερο airplay αλλά με ποιοτικά, άρτια μουσικά δημιουργήματα και πολύ πιο κοντά στην έννοια της παράδοσης. Αλλά και οι Turbans με την πανηγυριώτικη ξεσηκωτική τους φιέστα που μπερδεύουν μέσα τους ένα σωρό πολιτισμούς. Και πολλοί άλλοι που μπόρεσαν και μπόλιασαν την ελληνική γλώσσα και μουσική με διάφορες άλλες μουσικές υποκουλτούρες, σαφώς πολύ πριν τους V.I.C. Και θα μου πεις, τι σχέση έχουν οι προαναθερφέντες (εκτός των Mode Plagal & Turbans) με τους Babo Koro για τους οποίους θα έπρεπε να γράφονται οι γραμμές αυτές; Καμία. Όπως και η σχέση της στενής ηχητικής έννοιας της κλασσικής -παράδοσης (αν υπάρχει κάτι τέτοιο)με τους V.I.C., τους Imam Baildi και τους Gadjo Dilo. Ουδεμία. Βοήθησαν όμως όλοι τους με τον τρόπο τους το ελληνικό αυτί να δεχτεί αυτό το μουσικό fusion και κατάφεραν να το βάλουν μέσα σε σπίτια και συνειδήσεις και να το βγάλουν από τα παρεΐστικα live και ακροατήρια και να το κάνουν pop, με την έννοια του μαζικού, του popular.
Καβαλάω έτσι λοιπόν κι εγώ, μαζί με τόσους άλλους αυτό το φιλο-παραδοσιακό κλίμα που υπάρχει στην μουσική μας σκηνή και ξεκινάω από ‘κει, με ανοιχτά αυτιά και διάθεση να δεχτώ σχεδόν τα πάντα. Εκτός βέβαια από τις ανέμπνευστες ρεμιξαρισμένες νοσταλγίες, εκεί βγάζω σπυράκια πλέον.
Λίγο οι πρόσφατοι Kolida Babo (για τους οποίους μοιραζόμαστε τον ίδιο ενθουσιασμό με τον αγαπητό Άρη Καραμπεάζη), λίγο ο επερχόμενος δίσκος του Φανταστικού Ήχου σαν Anatolian Weapons με τον Σείριο Σαββαΐδη, λίγο που λοξοδρόμησα ιντερνετικά ψάχνοντας όλους αυτούς και βγήκα αλλού. Tradition λέγεται στο bandcamp ο κοινός όρος αναζήτησης. Εκεί λοιπόν πέτυχα και τους Babo Koro, οι οποίοι ενώ δεν έχουν άμεση σχέση μουσικά με τους Kolida Babo π.χ., έχουν όμως κοινό ριζικό και αφετηρία.
Λίγο αφότου κυκλοφορήσουν τον πρώτο επίσημο, ολοκληρωμένο δίσκο τους, ομολογουμένως τους προσέγγισα κι αυτούς με καχυποψία, καθώς πολλά για «γεφύρωση της παράδοσης με το μοντέρνο» διάβασα και ψιλοφοβήθηκα. Είναι και που νόμιζα ότι η πλάστιγγα γέρνει περισσότερο από ότι εγώ μπορώ να αντέξω προς το έντεχνο και εκεί σκιάχτηκα λίγο. Κι όμως από το πρώτο κομμάτι κιόλας κατάλαβα ότι εδώ έχουμε κάτι διαφορετικό, κάτι που αφενός κάνει πράξη ότι υπόσχεται και αφετέρου ένα δημιούργημα που ξεχειλίζει μεράκι και ποιότητα. Στοιχεία αμφότερα σπάνια και ανεκτίμητα στις μέρες μας. Καμία σχέση δηλαδή με αυτοάνοσες παθήσεις τύπου έντεχνης γκρίνιας, μουρμούρας και ντεμέκ κουλτούρας. Φτου φτου μακριά από μας.
Ο «Σίσυφος» απαρτίζεται από 11 τραγούδια, το κάθε ένα με μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί σε ελληνικό πρωτότυπο στίχο με εντυπωσιακή ροή, ρίμα και γραφή που δεν έχω συναντήσει σε κανένα ελληνικό συγκρότημα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Αναμφίβολα η στιχουργική τους αποτελεί σημαντικό στοιχείο του χαρακτήρα τους και αποτελεί το άρρηκτα δεμένο δημιουργικό μισό τους. Ένας δίσκος που με έκανε πολλές φορές να αναρωτηθώ από πού ξεφύτρωσε έτσι ξαφνικά ένα τέτοιο διαμάντι και να μην μπορώ να διαχειριστώ τον εθισμό που μου δημιουργούσε σε κάθε μία ακρόαση ολοένα και μεγαλύτερο. Ένας εθισμός που πηγάζει κυρίως από τα πιασάρικα τραγούδια τους, την έντονη μελωδικότητα τους και τους εικονοπλαστικούς στίχους.
Και έπειτα από πάρα πολλές ακροάσεις, με προσοχή και βιβλιαράκι στο χέρι, σαν ενθουσιασμένο σχολιαρόπαιδο ακόμα προσπαθώ να καταλάβω προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα και αν η μουσική τους τελικά πλησιάζει περισσότερο το παραδοσιακό ή το μοντέρνο-παραδοσιακό, και ακόμα δεν μπορώ να αποφασίσω. Όχι πως έχει σημασία βέβαια, αφού το μουσικό τους υφαντό είναι τόσο δεξιοτεχνικά πλεγμένο και κατά την διάρκεια του δίσκου θα ακούσεις σημαντικές επιρροές από την Ήπειρο, τα νησιώτικα, τους τσιγγάνους της Ανδαλουσίας, το prog του Steven Wilson και του Akerfeld θαμμένο πολύ βαθιά, τα βροντερά βαλκανικά χάλκινα, την βυζαντινή μουσική, μέχρι και τον άτιμο, τον πανούργο Ian Anderson σε εκείνη την βουκολική διλογία (‘Heavy Horses/ Songs from the wood’) μου θύμισε ώρες ώρες. Ένα μουσικό παζλ ανατολίτικων (κυρίως) κουλτούρων και χρωμάτων μετουσιωμένο σε μουσική και τραγούδια. Μια μοντέρνα αντίληψη πάνω στην παράδοση, ένα χωνευτήρι πολιτισμών και αισθητικής που εκτείνεται ως την νέα παραδοσιακή μουσική της Ελλάδας. Και όσο μεγαλεπήβολη και αν ακούγεται μια τέτοια δήλωση, οι Αθηναίοι Babo Koro μπορούν να την υποστηρίξουν με χαρακτηριστική άνεση με το ντεμπούτο τους.
Μια συνταγή, μια ισορροπημένη ηχητική εξίσωση άρτια φτιαγμένη, ένας φρέσκος παραδοσιακός δίσκος φτιαγμένος από νέα παιδιά που ενστερνίζονται την παράδοση και το ριζικό, όχι σαν μέσο εύκολης εισαγωγής τους στα playlists των σταθμών αλλά σαν τρόπο ζωής και αισθητική. Προχωρούν σε έναν μοναχικό μουσικό δρόμο με λίγους σοβαρούς συνοδοιπόρους με γνώμονα και κανόνα την ποιότητα και δημιουργούν την νέα παραδοσιακή μουσική σκηνή της Ελλάδας έτσι όπως την έμαθαν από τους πρεσβύτερους φερμένη στο δικό τους σήμερα. Όχι μόνο για τους παλιούς και τους παππούδες. Αλλά και για όλα τα νέα παιδιά που έχουν απολέσει προ πολλού το νόημα της παραδοσιακής μουσικής.
Τέλος, δεν θα σταθώ καθόλου στην οριακή ποικιλομορφία του ντεμπούτου τους που ακροβατεί και ακούγεται λίγο άγουρη. Μου φτάνει ο ενθουσιασμός τους να χωρέσουν όλα αυτά που ήθελαν και ας χάνουν λίγο σε συνολική συνοχή. Μικρό το κακό, για μια τέτοια προσπάθεια. Για αυτό άλλωστε υπάρχουν και οι δύσκολοι δεύτεροι δίσκοι και οι ακόμα πιο δύσκολοι τρίτοι. Μέχρι τότε όμως αφήνομαι γλυκά στα χέρια τους και ξαναπατάω το play του CD.