Marginalia
Οι Prins Obi, King Elephant και Sir Kosmiche κέρδισαν (και) την εμπιστοσύνη του Πάνου Πανότα
Το πρώτο βήμα για να κατανοήσουμε το "Marginalia" είναι να απορήσουμε. Τι άλλαξε και στην εποχή μας οι μουσικοί όροι που ξέραμε χρειάζονται επανανάγνωση (ή αν θέλετε την χρειάζονται πιο συχνά από άλλοτε); Η νεοψυχεδελική ποπ, εν προκειμένω, δεν υπήρξε ποτέ της αυθαίρετη ή νεολογισμός της πλάκας, όσο κι αν έχει κατά καιρούς εμφανιστεί με πολύ ανοιχτές γραμμές που την ακύρωναν εκ των έσω.
Μία ιδέα ικανοποιητικής απάντησης για τον ειδικό τούτο προβληματισμό βρίσκεται σήμερα εδώ. Με αφορμή το πιο πρόσφατο στάδιο της συνθετικής έκφρασης των Baby Guru, όπως αυτή παρουσιάζεται στο φετινό, τρίτο τους άλμπουμ.
Ο λόγος; Το ότι σε λιγότερο από πέντε χρόνια απ' τον σχηματισμό του το αθηναϊκό τρίο μοιάζει να χάνεται, όλο και πιο πολύ με τον χρόνο (και με την ασυναγώνιστη ερωτική έννοια του ρήματος), σε μια μυθοποιητική προσέγγιση για τη σύγχρονη μουσική, δίνοντας στην τελευταία ένα καθαρά υποκειμενικό, μα οσονούπω κι αναγκαίο, νόημα.
Το "Marginalia" διαφοροποιείται κάπως από τους δύο προηγούμενους δίσκους των Baby Guru. Όντας όμως ένα σετ συνεκτικό, με σπουδαία γραφή, καλοσχεδιασμένη ροή, τάξη και προπαντός ήχο, στο τέλος χτίζει ένα ιδιαίτερο, φανταστικό περιβάλλον, μακριά του πραγματικού, το οποίο (ευτυχώς) δεν ρωτά ούτε εμάς ούτε και κανέναν άλλον για αυτό που είναι. Και μ' αυτά μόλις περιγράψαμε την επιτυχία του.
Οι Baby Guru λοιπόν κατάφεραν πρωτίστως να δημιουργήσουν νέα ερεθίσματα. Ίσως δεν ήταν αναμενόμενο, αλλά είναι ασφαλώς απαραίτητο για τα περαιτέρω. Διαβαίνεις το κατώφλι του παρόντος άλμπουμ τους κι αμέσως αισθάνεσαι πως κάτι σημαντικό συμβαίνει εντός του.
Κατόπιν, όταν σκύβεις καλύτερα στις λεπτομέρειες, ανακαλύπτεις σπόρους απ' τους Silver Apples και τον David Axelrod μέχρι το glam και prog rock των 70s και τα ηλεκτρονικά όπως ήταν στην καμπή εκείνης της δεκαετίας ως τις αρχές των 80s. Ωστόσο τα τρία μέλη του γκρουπ μοιάζουν να επεξεργάστηκαν επιλεγμένα τα όποια δανεικά στοιχεία κι επιπλέον έδειξαν να 'ναι σε θέση να εκτιμήσουν την ιδιαιτερότητα του δικού τους ρόλου δίπλα σ' αυτά.
Ακούγεται κοινότοπο, αλλά θα το επαναλάβω. Όταν κάποιες επιρροές, χρώματος, ύφους ή και τεχνικής ακόμη, μετεξελίσσονται σε εσωτερικό στοιχείο της σε πραγματικό χρόνο αφήγησης, παύουν να λειτουργούν όπως παλιά. Γίνονται κάτι άλλο, αυτοδύναμο κι αυτάρκες.
Κι αφού όπως έχετε ήδη καταλάβει το εν λόγω γραπτό δεν έδωσε μέχρι στιγμής, μα δεν το σκοπεύει κιόλας, τη θέση του στη γνωστή λογική του copy paste, να πούμε και δυο πιο απτά πράγματα για το "Marginalia" έστω και σε προχωρημένη παράγραφο:
Με γνώμονα τον πώς την γνωρίσαμε στους Duke Abduction, η ερμηνεία του Γιώργου Δημάκη τώρα πηγαίνει σε μεγαλύτερο βάθος, και το βασικότερο, συγκεκριμενοποιείται πάνω στα τραγούδια. Δεν πρόκειται ούτε για θέμα τεχνικής, ούτε για οτιδήποτε άλλο πλην του τρόπου. Δηλαδή το τι ήθελε να κάνει με το υλικό που είχε και το πώς το έκανε. Βέβαια, τους ελληνικούς στίχους στο εξαιρετικό "Exegesis" τους χάνει κανείς στην αρχή. Αλλά έστω κι έτσι υπάρχουν κι άλλα ισάξια κομμάτια, τα "Behaviour", "Anticipation", "Turtle Hearts" και το αλά David Bowie στα νιάτα του "Explain", για να διαπιστώσεις τα όσα είπαμε όποτε το θελήσεις.
Επίσης, άλλη παράμετρος-κορμός είναι τα πλήκτρα. Που με σχεδόν παρόμοιο στήσιμο (και λογική) με τα παραπάνω επιτυγχάνουν να διακόψουν τον ντεντερμινισμό καιρών και σκέψης, κάθετο κι απόλυτο μέχρι αηδίας πλέον, με μια αναπόληση παρελθοντική η οποία γίνεται ο στύλος του άλμπουμ συνολικά. Γύρω απ' τον Keith Emerson με The Nice, τον Patrick Moraz μετά τους Yes και, γιατί όχι, αντισταθμιστικά τους New Order.
Οι ταμπέλες συνήθως διαδίδονται κατά πολύ γρηγορότερα του ουσιαστικού περιεχομένου. Κι όχι μόνον στη μουσική. Οπότε προσωπικά είμαι της γνώμης να αφήσετε κάθε έξυπνο γνωμικό στην άκρη και να ακολουθήσετε τον ευθύ κι άμεσο δρόμο προς έναν απ' τους σπουδαιότερους δίσκους από ελληνικό συγκρότημα των πρόσφατων μηνών, να τον βάλετε να παίξει και να τον ακούσετε προσεχτικά. Έτσι απλά.