Αν νομίζεις ότι το 'The hour of the bewilderbeast' μοιάζει με θεατρική παράσταση δύο πράξεων, που η πρώτη και η δεύτερη εξελίσσονται ανεξάρτητα και απλά τέμνονται συχνά, να σου δώσω το τηλέφωνό μου να τα πούμε, γιατί θα έχουμε και άλλες κοινές απόψεις. Η λέξη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις συνθέσεις που ανήκουν στη πρώτη πράξη του άλμπουμ είναι 'καθαρό'.
Όλα είναι τακτοποιημένα, τίποτα δεν ξεφεύγει και ο ήχος των ελάχιστων οργάνων είναι φυσικός, απέριττος, αφτιασίδωτος. Κυριαρχεί η ακουστική κιθάρα, και τα όποια άλλα όργανα προσθέτουν μερικές διακριτικές νότες, ενώ η φωνή ξετυλίγει τις ιστορίες χωρίς να αναλαμβάνει πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι υπόλοιπες συνθέσεις, φαίνονται να διεκδικούν μεγαλύτερο όγκο, που τον γεμίζουν με τη συνεχή παρουσία οργάνων όπως πιάνο, πνευστά, βιόλα, ξυλόφωνο, η κιθάρα μπαίνει στην πρίζα και φλερτάρει με την παραμόρφωση και εκτός από τη φωνή, κάποια δεύτερα φωνητικά, διευρύνουν τον ηχητικό ορίζοντα.
Τα ιντερλούδια δίνουν ένα σουρεάλ στοιχείο, που το συναντάμε και στο κλείσιμο του 'Disillusion', το οποίο στην αρχή δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι στήθηκε για να ανακηρυχθεί το hit του άλμπουμ. Τέλος στο closing track του δίσκου, το 'Epitaph', ένα περίεργο κούρδισμα κιθάρας δίνει την αίσθηση ξεχαρβαλωμένης παρακμής. Για την ιστορία του Damon Gough, που είναι ο στυλοβάτης των Badly Drown Boy, επιγραμματικά ν' αναφέρουμε ότι είναι από το Manchester, ξεκίνησε παίζοντας με ένα casio και κυκλοφόρησε πριν από το άλμπουμ μια σειρά από με τίτλους EP 1, EP 2, EP 3, που θυμίζουν σειρά έργων αφηρημένης ζωγραφικής.