planing lakes
Πως τα πηγαίνατε με τη Γεωμετρία στο σχολείο; Και τούτοι οι Σουηδοί πως τα πάνε με την φολκ; Τι σχέση έχουν αυτά; Τα ξεκαθαρίζει όλα ο Νίκος Παπατριανταφύλλου
Σε μια γεωμετρική συνθήκη επιπέδου, η γραμμή είναι το ευθύγραμμο εκείνο μονοδιάστατο αντικείμενο που ενώνει δύο διαφορετικά σημεία του επιπέδου. Στη διάσταση του χώρου όμως, η θεώρηση αλλάζει, με τη γραμμή πλέον να ορίζεται ως η τομή δύο διαφορετικών επιπέδων. Τι συμβαίνει, ωστόσο, με τις γραμμές στη διάσταση του ήχου;
Ας πάρουμε για παράδειγμα δύο σημεία στο επίπεδο της ευρύτερης folk τραγουδοποιίας, τον Neil Young και τον Elliott Smith. Στη γραμμή που διαγράφεται, εύκολα μπορούν να ονοματιστούν πολλά άλλα σημεία, με χρήσιμα για την περίπτωση που εξετάζουμε αυτά των Sebadoh και Neutral Milk Hotel.
Αν και η Ευκλείδεια Γεωμετρία εξηγεί πιστά τον (μικρο-)κόσμο που ζούμε, σε όρους τετραδιάστατου (τουλάχιστον) συμπαντικού κόσμου είναι ανεπαρκής. Τι συμβαίνει με τα διάφορα επίπεδα στο σύμπαν των ήχων; Τι συμβαίνει στο προκείμενο, όταν το folk επίπεδό τέμνεται ταυτόχρονα με εκείνα των Φλαμανδών εικαστικών με την ιδιαίτερη χρωματική παλέτα τους, του αλά-Schopenhauer πεσιμισμού, και της μηδενικής βαρύτητας στα σημεία Lagrange;
Στη γραμμή η οποία ενώνει τα επίπεδα αυτά, πατά με τα δυο του πόδια ο Marcus Sjöland, ο οποίος ηχογραφεί ως "bakers at dawn". Ίσως στις πρωινές βόλτες του στην παραλία του Malmö να εμπνέεται από την εμβληματική γραμμή που γράφει στον ορίζοντα η γέφυρα του Øresund, η οποία ενώνει τη Σκανδιναβική χερσόνησο με την κεντρική Ευρώπη, μέσω της Κοπεγχάγης.
Στο "planing lakes" εκτίθεται γυμνός. Με συναίσθημα, αλλά χωρίς συναισθηματισμούς. Με μια έντονη συστολή, η οποία όμως δεν οφείλεται σε ντροπή για τις ιδέες του, αλλά σε συνειδητή επιλογή αποφυγής του οτιδήποτε εντυπωσιακού. Ίσως για το λόγο αυτό αποφεύγει να γράψει με κεφαλαία. Ούτε και τραγουδά με κεφαλαία. Νιώθεις, αντίθετα, ότι η φωνή του ακούγεται πίσω από μια κουρτίνα, την ώρα που η κιθάρα του διαγράφει μελωδικές γραμμές λιτές, μονοδιάστατες κάθε φορά, αλλά πολυεπίπεδες στο σύνολό τους.
Σταδιακά ξεπερνά την αρχική γραμμική αμηχανία του (henri - somna om) και επιλέγει να σηκώσει τα πόδια αιωρούμενος στην τροχιά της σπείρας, που ο ίδιος χτίζει (invokado). Σαν να αντιστέκεται στην περιδίνηση, ή μάλλον σαν να θέλει να την κοιτάξει από πιο ψηλά. Όσο περνά η ώρα, η αυτοπεποίθηση ενισχύεται, οι συνθέσεις γίνονται πιο σφιχτές. Και στο τέλος προσφέρει με χέρια ανοιχτά τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου του, όντας πια σίγουρος ότι έχει κάτι καλό στα χέρια του. Το φοβικό "fientlighetsprincipen" θα μπορούσε να είναι ο ήχος που αποπνέει μια ανεστραμμένη και ασπρόμαυρη "Κραυγή" του Munch. Ενώ στο λυρικό φινάλε, το "nothing is ever gone", δίνει ένα folk διαμαντάκι, άξιο tribute όχι μόνο στις μουσικές που αγάπησε, αλλά κυρίως στα πράγματα που τον απογοητεύουν στη δική τους πραγματικότητα, αφού η σκέψη του καταλήγει στο "'cause nothing is ever happening here".
Αν και η βάση του "planing lakes" είναι η βραδύτητα και η απαισιοδοξία, η ακρόαση δεν προκαλεί θλίψη. Προκαλεί, ίσως, μια τάση για ενδοσκόπηση. Ή την ηρεμία μιας λίμνης. Με δυνατό συναισθηματικό υπόβαθρο, χωρίς εξάρσεις, αυταπάτες, στόμφο, ψευδαισθήσεις, όνειρα ή προσδοκίες. Προκαλεί, συνεπώς, μια αίσθηση συνειδητής πραγματικότητας, όχι με μηδενιστικούς όρους αναπόδραστου, αλλά με το θερμό άγγιγμα μιας εσωστρεφούς, επιμελημένα απέριττης προσωπικής αφήγησης.