«...να δημιουργήσω κάτι απ'το τίποτα, λίγη μαγεία, να εμπνεύσω και να εμπνευστώ, να έχω την ευκαιρία να προσπαθήσω να συγκινήσω μια χούφτα ανθρώπους. Να μπερδευτώ με την κουλτούρα, το συμβολισμό. Με αλχημείες να μετατρέψω τη δυσωδία της ειρωνείας σε όμορφο χρυσάφι. Να βγω νικητής απ'τα σαγόνια της ήττας, ξανά και ξανά και ξανά. Κόντρα σ' όλες τις αναποδιές. Κι όταν όλα τελειώσουν να βγώ νικητής απ' τα σαγόνια της ήττας. Έτσι για το γαμώτο. Να κάνω κάτι και ναι, να σημαίνω κάτι. Αυτό είναι το νόημα. Να προσπαθήσω να ξεπεράσω τα όριά μου και να κάνω μουσική πέρα απ' τις δικές μου και των άλλων προσδοκίες. Όσο οι Holy Joy θα μεταφέρουν κάποιο μυστήριο, όσο θα δημιουργούν κάποια μαγεία, όσο κάποιος, κάπου θα συγκινείται, θα σημαίνουν πάρα πολλά για μένα. Τη στιγμή που θα πάψουν, την έκανα...»
Johny Brown speaking... Επαρχιώτης που βρέθηκε στους δρόμους του Λονδίνου το '83, όπου ερωτεύτηκε την Max κι έφτιαξε μαζί της ένα μη κιθαριστικό ροκ γκρουπ που στεγάστηκε στο ίδιο κτήριο με τους Test Department. Το "More tales from the city" του '87 είναι το απόλυτο αριστούργημά τους, το "Manic, magic, majestic" του '89 ήταν και το τελευταίο που έτυχε προσοχής. Ένα live κι ένα ακόμα στούντιο lp, το "Positively spooked" ακολούθησαν, αλλά όπως σημειώνει κι ο Johny, "ίσως πιο ενδιαφέροντα πράγματα συνέβαιναν κάπου αλλού". Στο Manchester ας πούμε, στο Seattle, στο Bristol... Έτσι η είδηση της κυκλοφορίας του "Tracksuit vendetta" ως Holy Joy, δεν έφτασε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ίσως ακόμα και της Μάγχης.
Η είδηση όμως της επιστροφής στα γνώριμα μονοπάτια για τον Johny Brown, ελπίζω πως θα γίνει γνωστή σ' όλους τους παράλληλους και τους μεσημβρινούς. Η Rough Trade άλλωστε μοιάζει να μην έχει οικονομικά προβλήματα από τότε που «ξεφορτώθηκε» τον κατάλογο των Smiths. Μαζί με τον Johny, ο ακκορντιονίστας Alfie Thomas, συνταξιδιώτης από την εποχή του "Manic..." κι ο βιολιστής Chris Brierley στη δεύτερη συμμετοχή του μετά το "Tracksuit.."
Το "Love never fails" ανοίγει σπινταριστά με το "Capture my soul" όπου οι καλεσμένοι τρομποσαξίστες ξεσαλώνουν πάνω στο σκελετό που είναι η φράση "η επιθυμία εξακολουθεί να κυβερνά τον κόσμο μου", το αντιπολεμικό ποίημα "Dulce et decorum est" του Wilfred Owen απαγγέλει ο Johny νωρίς νωρίς, με βιολιά και κιθάρες (;) να τον μπακγκραντάρουν, (χμμ, 'είναι γλυκό και σωστό να πεθαίνεις για την πατρίδα σου' - δε θά 'χουμε μάλλον τέτοια τύχη), το "City trams" μας ανεβάζει με τον απροσδιόριστο φολκσκαροκενρόλ ρυθμό του και μας βυθίζει σε παύσεις με ανατριχιαστικά βιολιά και ερμηνεία, στο "The death of love" o Johny αναψηλαφεί μια αξέχαστη σχέση "το μόνο που ήθελες ήταν να χώσεις περισσότερη ηρωίνη στα χέρια σου" (μετά λένε πως κρατάμε μόνο τις όμορφες στιγμές). Ο ρυθμός φυσικά χαρούμενος, ανάλαφρος, εορταστικός. Στο "Refugee" έχουμε την ιστορία της οικογένειας όπου τα μέλη πέθαναν, έχουν αιμορραγίες ή καρκίνο - διάολε τί ασημαντότητες είναι αυτές, ο ρυθμός μας καλεί να βαλσάρουμε, ως γνωστόν "η ζωή είναι πολύ κτηνώδης για να είναι θλιμμένη" (ω, υπέροχε, μοναδικέ Jo), το "Hugh Grant" μια house απόπειρα (αναμείνατε remixes), αλλά ποιοι είναι όλοι αυτοί οι ασήμαντοι (Julie Burchill, Tony Blair, Robbie, Liam, All Saints, Hugh and Liz, Elton, Madonna) που τα ονόματά τους αναφέρεις μέσα στο laughing-dancing-crying delirio σου Johny; Θα σταματήσω την track-by-track διαδρομή (προσπάθησα πάντως) κρατώντας μόνο τον τίτλο και το ζουμί του "Someone shares my dreams". SOMEONE SHARES MY DREAMS! Συγκλονίζομαι.
Μία είναι η ουσία: Αυτός ο απαταιώνας μπερδεύει τον έρωτα, το σεξ, το γέλιο, το ποτό, το ξενύχτι, τις διακοπές, τα τραγούδια, τα βιβλία, τον ελεύθερο χρόνο, τα ταξίδια κι όλα τα ωραία πράγματα της ζωής με τους καυγάδες, τους χωρισμούς, την οικονομική στενότητα, τις ατυχίες, την έλειψη ερωτικής ανταπόκρισης, τον άκαρδο περίγυρο, τα απραγματοποίητα όνειρα, τα κλάματα, την απώλεια φίλων, τις δυσάρεστες αναμνήσεις, την ασχήμια, την αγωνία, την ανασφάλεια στη μηχανή του που λέγεται "χαρμολύπη" και μας προσφέρει ένα μαγικό φίλτρο που ευφραίνει αλλά ποτέ δεν ξεδιψά. Αχ, the great rocknroll swindle!
Ο Peel δε θα τους γουστάρει ούτε τώρα και οι κριτικοί θα συνεχίσουν να τους χαρακτηρίζουν Μπρεχτικούς. Ο Johny θα επαναλαμβάνει πως δεν πιάνουν το νόημα και θα συνεχίσει να ζει τη μποέμικη ζωή του τραγουδώντας με όλα τα χρώματα του συναισθηματικού τόξου, έχοντας επίγνωση πως είναι μοναδικός αλλά και πως δε θα γίνει διάσημος όσο οι «εξ αγχιστείας συγγενείς» του Mike Scott και Shane McGowan. (Ας μην ψάξουμε σήμερα την αιτία). Εγώ ζητάω μονάχα να μην κάνει τόσο μεγάλες διακοπές το micρόφωνό του. (Johny remember me).
ΥΓ. Dimitra η συνέντευξη, αν θυμάμαι καλά, θα ήταν για το Mic.