Ο ρόλος που διαδραμάτιζε στην pop κουλτούρα ο Bardi Johannsson, είτε με τα δύο άλμπουμ (και το τρίτο που έρχεται, φαντάζομαι) των Bang Gang, είτε με τους Lady And Bird, φαίνεται πως δεν ήταν από μόνος του αρκετός. Για τους εργασιομανείς Ισλανδούς μουσικούς και συνθέτες η δράση σε παράλληλα projects όταν το βασικό τους σχήμα κάνει μια παύση μοιάζει με μονόδρομο με διαστάσεις συνδρόμου. Όλοι ανακατεύονται με όλα σε κείνη τη χώρα. Όπως και το καλό ξεσκόνισμα κάθε παραγκωνισμένης ταινίας του βωβού κινηματογράφου των αρχών του προηγούμενου αιώνα έχει πάρει διαστάσεις μυθολογικές για διάφορες εταιρείες παραγωγής σαν τη γαλλική "La Lune Rousse". Οι διοργανώσεις ειδικών προβολών εν είδη φεστιβάλ λύνουν και δένουν και συνήθως θέλει γίγνεσθαι συνοδεία πρωτότυπης για την περίσταση μουσικής, το μάθαμε πια.
Έτσι, κάπως, ξεκίνησε και η περιπέτεια του Johannsson με την ταινία "Haxan" του 1922. Η ταινία επιλέχτηκε από την "La Lune Rousse" να προβληθεί το 2004 στο σινεμά "Forum des Images" του Παρισιού. Τότε η αυθεντική μουσική του Ισλανδού ερμηνεύτηκε μονάχα με δύο βιολιά, κρουστά και ηλεκτρονικό προγραμματισμό. Τον επόμενο χρόνο δόθηκε στην υπόθεση και συνέχεια, όταν αυτός κλήθηκε να παρουσιάσει μια εναλλακτική εκτέλεση για ορχήστρα του "Haxan" στο Winter Lights φεστιβάλ στο Ρέικιαβικ. Δεν ξέρω, αλλά από ό,τι διαβάζω ο εμπειρότερος Thorir Baldursson έκανε την περισσότερη δουλειά προσαρμόζοντας επιτυχώς τα θέματα στις απαιτήσεις ενός μεγαλύτερου εκτελεστικού σχήματος. Το τέλος του 2005 βρίσκει τον Bardi Johannsson στο δρόμο για τη Σόφια, όπου και ηχογραφεί το παρόν album με την Bulgarian Symphony Orchestra, SIF 309, την οποία αν δεν είχα προηγουμένως ακούσει σε soundtracks του Bruno Coulais, σε όχι τυχαίες επιδόσεις, θα υπέθετα και εγώ το προφανές, δηλαδή ότι τη γυροφέρνουν αρκετοί Ευρωπαίοι, ακόμη και οι Ισλανδοί πλέον, για να κρατήσουν ανέπαφα τα πορτοφόλια τους, τέτοιες εποχές που είναι.
Για την ιστορία, λέγεται πως ο Δανός σκηνοθέτης Benjamin Christensen έψαχνε δυο χρόνια υλικό προετοιμάζοντας την ταινία του, φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι τις σελίδες του περίφημου "Malleus Maleficarum" του 15ου αιώνα (ο υπότιτλός της "Witchcraft Through The Ages" είναι δηλωτικός). Όταν το φιλμ βγήκε σοκάρισε με τις σκηνές λατρείας του Σατανά, τα γυμνά και όλα τα συνακολουθούντα. Μέχρι που ο δημιουργός της πέθανε το 1959 αυτό του το έργο δεν είχε "αποκατασταθεί", αν και του είχε αναγνωριστεί η σημαίνουσα επιρροή του.
Με το "Haxan" θυμάμαι πως αναμετρήθηκαν πριν μερικά χρόνια και οι Γάλλοι Art Zoyd. Ωστόσο, είναι ο Bardi Johannsson που γράφει ένα ωριαίο έργο σύγχρονης κλασικής σύνθεσης σε επτά θέματα που να στέκει από μόνο του αυτοδύναμο, πλήρες και συμπαγές. Το εντυπωσιακό με αυτό πηγάζει πρώτα από την ίδια την αρχική σύλληψη του συνθέτη του και ύστερα από το πώς αυτός την οριοθετεί και την αναπτύσσει. Διότι, η όποια ειρωνεία με τον Johannsson εδώ δεν είναι το, ομολογουμένως τεράστιο, μέγεθος του καμβά που ανοίγει, αλλά το τι κάνει τελικά μ' αυτόν για να εκφράσει αυτές τις εντονότατες συναισθηματικές μεταβολές που κυριαρχούν στο "Haxan". Και το ότι αυτές διασταυρώνονται με τα φρικτά οράματα που σκηνοθέτησε ο Christensen ογδόντα τόσα χρόνια πριν επιτυγχάνεται σχεδόν ανεπαίσθητα, λες και οι δυο τους, σκηνοθέτης και συνθέτης, να ήταν ανέκαθεν ανακατωμένοι αλχημικά.
Φυσικά, δεν πρόκειται περί παρθενογένεσης. Οι νεότεροι συνθέτες δημιουργούν συχνά αναπλάθοντας παλιότερες αναφορές και συμμετέχοντας στην έριδα του παρόντος με το εκάστοτε παρελθόν που δεν λέει να τελειώσει. Έτσι και ο Johannsson για να μας δώσει κάτι με τόση στιβαρή εσωτερική συνοχή προσπάθησε να κινηθεί μέσα στη μουσική ιστορία υπόγεια και ενάντια στο νεαρό της ηλικίας του: ανέσυρε τα επικά πνευστά ενός Maurice Jarre, πήρε από την πρακτική ενός Philip Glass όχι τη minimal συνταγή με τις παρατεταμένες διέσεις αλλά εκείνα τα ξαφνικά ποικίλματα που περιγράφουν πάντοτε μοναδικά την αέναη, κυματιστή ροή, πήρε από έναν Michael Nyman την ατμόσφαιρα και τις δυνατές μελωδίες, ανέσυρε προς ακρόαση τα soundtracks του James Bernard για γραφικές ταινίες εποχής της πάλαι ποτέ Hammer Films, μελέτησε ευλαβικά τη λειτουργικότητα του "Tubular Bells" στον πρώτο "The Exorcist" και, για να μην ξεκόψει με την πραγματικότητα, κάπου στο δεύτερο θέμα ενσωμάτωσε στις ενορχηστρώσεις του ακόμη και κάτι των Bang Gang από το 2003! Και, κανείς δεν ακούστηκε τόσο κοντινός συγγενής με τον άλλον "κλέφτη", τον Danny Elfman, ειδικά στις δουλειές του τελευταίου με τον Tim Burton.
Το "Haxan" του Bardi Johannsson δεν είναι απλώς ένας απ' τους πιο εξαιρετικούς δίσκους που άκουσα φέτος, ούτε το σκοτεινό αυγουστιάτικό μου φετίχ, αλλά είναι ένα συμβολικό κεφάλαιο τρόπων όπου οι μικρές απολαύσεις διαδέχονται η μια την άλλη τυχαία, μεγαλώνουν, γίνονται κατακλυσμικές (το εναρκτήριο "Haxan I" σε ρίχνει κυριολεκτικά στα γόνατα) και συνεχίζουν να υπάρχουν εκεί που ο ακροατής, ως άνθρωπος, μένει μόνος σε έναν κόσμο ερήμωσης. Ψάξτε το και θα καταλάβετε.