The Satanist
Their Satanic Majesties Request: Blow Your Trumpets Gabriel. Του Άρη Καραμπεάζη
Το ερώτημα σε πολλές περιπτώσεις είναι πόσο pop feeling μπορείς να προσδώσεις στο black metal σου, για να μη θεωρηθείς αμετάκλητα προδότης του είδους. Και τι γίνεται όταν ήδη υπάρχει πρόσμειξη με death metal και stadium rock στοιχεία, ικανά και θεόρατα και όχι απλά ίχνη αυτών. Που σταματάει το underground και που αρχίζει το mainstream; (Να κάπου εδώ...) Και που τα θεμιτά και τα αθέμιτα όρια του τελευταίου; Τι ρόλο βαράνε οι Behemoth στην εξέλιξη μιας μουσικής, που καθώς κατακτά τον κόσμο παραμένοντας ακραία, καταλήγει να παρεκκλίνει ο κόσμος από τις αρχές του για να την κάνει τελικά να ακουστεί ευθυγραμμισμένη με τις ανάγκες των πολλών. Αυτές δεν είναι συνθήκες για να ακούει κανείς μουσική. Φτάνουμε να αναπολούμε τις παλιές καλές ημέρες, που γύρναγες σπίτι σου χωρίς το μπλουζάκι των Slayer αν σε τυχόν "μπλόκο" δεν ήξερες από έξω τη δισκογραφία του γκρουπ, αλλά και το tracklisting κάθε δίσκου ξεχωριστά.
Με χτυπητό τίτλο, εξώφυλλο και όγκο στην παραγωγή, το The Satanist φαντάζει περισσότερο σαν μία καθολική πρόταση για την εικόνα και τη στάση του metal σήμερα, παρά ως μία φυσική συνέχεια στην δημιουργική πορεία των Behemoth και του Negral του ίδιου, όπως αυτή προσδιορίστηκε στην πρώτη περίοδο της μπάντας κυρίως. Οι περιπέτειες με την υγεία του, αλλά και γενικά οι περιπέτειες που είχε, στην πενταετία που μεσολάβησε από την κυκλοφορία του προηγούμενου (studio) άλμπουμ της μπάντας, δεν έφεραν μεν τα πάνω κάτω, αλλά δεν άφησαν και πολλά πράγματα όρθια, με αποτέλεσμα οι στίχοι να είναι παράδοξα προσωπικοί, για ένα γκρουπ του οποίου η αισθητική αποδίδεται κύρια μέσω της βαρβαρότητας. Και εκ του αντιστρόφου, η μουσική να είναι πλέον παράδοξα μαζική.
Αγαπημένο μου Behemoth άλμπουμ παραμένει το Demigod του 2005 και μάλλον προτιμώ το Evangelion από το The Satanist. Και στις δύο εκείνες περιπτώσεις ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε κάποιος δρόμος που άνοιγε από και για τους Behemoth. Όπως πάνω κάτω και για τους Rotting Christ στις ίδιες πάνω κάτω χρονολογίες. Παρόλα αυτά οι πρόσφατοι δίσκοι και των Πολωνών (όπως και των Ελλήνων) παραδέχομαι ότι δίνουν το κάτι παραπάνω, ακόμη και με αυτό το instant θρυλικό παρελθόν, με τους οποίους καλούμαστε να τους συγκρίνουμε, και παρότι πλέον οι δρόμοι έχουν ανοίξει και οι ίδιοι καλούνται να περπατήσουν με επιμέλεια σε αυτούς, καθώς παρεκκλίσεις συγχωρούνται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ειδικά όταν μιλάμε για metal.
To ομώνυμο τραγούδι του δίσκου σε μία φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων, ως προς τις προθέσεις και τις δυνατότητες του ανυποψίαστου κοινού να αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει λίγο πιο πέρα από την έλλειψη υποψίας του, θα έπρεπε να είναι κάτι σαν το Enter Sandman του 2014 (μπορεί και να συνέβαινε αν το MTV έπαιζε ακόμη μουσική). Ο Negral εδώ (και σε δυο-τρεις ακόμη στιγμές μες στο δίσκο, όχι παντού) χαμηλώνει τις προσδοκίες της πρόκλησης και αντιμετωπίζει ορθά την ακραία μουσική στο ιστορικό της πλαίσιο, που θέλει την θεατρικότητα να ισοσκελίζει την ψύχωση. Προς το τέλος του δίσκου και στα εφτά και κάτι λεπτά του O Father O Satan O Sun!, οι Behemoth (όπως ακριβώς και οι Watain) ξεκαθαρίζουν ότι δεν θα επιτρέψουν να κατανοήσεις πλήρως αν αυτό που άκουσες (και είδες) είναι μια παράσταση που θα παίξει και αύριο σε επανάληψη ή τυχόν μια κατάθεση ψυχής που επαναλαμβάνεται βασανιστικά.
Στο κάτω κάτω είμαστε και τόσο σίγουροι ότι όλα τα μέλη της οικογένειας Buckley τράβαγαν σε καθημερινή βάση τόσο πόνο, όσο άφηναν να εννοηθεί τα δελτία θρύλου που διαρκώς συνόδευαν τη σύντομη ζωή τους ή οι μακροσκελείς διηγήσεις που ήρθαν μετά το τέλος αυτής;