The Gone Away
Μια εταιρεία με ήχους στοιχειωμένους και ο Μάνος Μπούρας σε ρόλο ...ghostbuster. Με αγάπη και εκτίμηση όμως...
Αγόρασα αυτόν το δίσκο χωρίς να έχω ακούσει ούτε μία νότα του. Ξέρετε πώς είναι αυτά: μπαίνεις σ’ έναν ιστότοπο για να παραγγείλεις κάτι που θέλεις πραγματικά και το βλέπεις εκεί δίπλα, στις νέες κυκλοφορίες, και λες “μωρέ δε βάζω κι αυτό στο πακέτο;” (δεν ξέρετε πώς είναι αυτά; Σας έσωσε ο Θεός από μία άποψη…). Θα ήταν απόλυτα κατανοητή μια τέτοια κίνηση αν ήμουν μεγάλος φαν του συγκεκριμένου συγκροτήματος – ή στην περίπτωσή μας project, μιας που δεν έχουμε ασφαλώς να κάνουμε με οτιδήποτε μοιάζει με τα τυπικά ροκ χαρακτηριστικά μιας μπάντας, αλλά για ένα άτομο που κρύβεται πίσω από ψευδώνυμο, τον Jim Jupp εν προκειμένω – έλα όμως που δεν ισχύει αυτό για το εν λόγω σχήμα, ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε τελικά. Γιατί στη δουλειά των/του Belbury Poly δε με συγκινεί τόσο η ίδια η μουσική του/ς όσο η ιδέα της.
Και εξηγούμαι: εδώ και χρόνια έχω πέσει βαθιά μέσα στα δίχτυα της ετικέτας Ghost Box. Πιο συγκεκριμένα, δοκίμασα τους ήχους της από το ξεκίνημά της πίσω στο 2004 κι ακόμη περιμένω με ενδιαφέρον κάθε καινούργια της κυκλοφορία. Δεν βγάζει πολλούς δίσκους ανά έτος, είναι όμως όλοι τους ένας κι ένας (σχεδόν). Έχουν δε, καταφέρει με τον κατάλογό τους να δημιουργήσουν, κι αυτό είναι το σημαντικότερο και το κλειδί της όλης υπόθεσης, έναν δικό τους μουσικό μικρόκοσμο μέσα στη ζούγκλα του υπόλοιπου ηχητικού πλανήτη που μας περιβάλλει. Ένας μάλιστα από τους τρόπους που έχουν κατορθώσει κάτι τέτοιο είναι έχοντας μια ενιαία αισθητική φιλοσοφία στο σχεδιασμό των εξωφύλλων τους, στα πρότυπα μιας 4AD ή μιας Factory, με αποκλειστικά υπεύθυνο γι’ αυτά τον φημισμένο σχεδιαστή κι έναν εκ των ιδιοκτητών της εταιρίας, τον Julian House, που επιπλέον ηχογραφεί με το όνομα The Focus Group για λογαριασμό της (o άλλος ιδιοκτήτης είναι ο Jupp). Με άλλα λόγια, βάζοντας να ακούσεις ένα δίσκο που φέρει το σήμα της Ghost Box, ξέρεις πάνω κάτω τι θα ακούσεις αλλά ταυτόχρονα και τίποτα δεν σε έχει προετοιμάσει για το περιεχόμενό του.
Η χούφτα των καλλιτεχνών που ηχογραφούν για λογαριασμό της έχει μια θα τη χαρακτηρίζαμε συγκεκριμένη, ενιαία αισθητική άποψη και κοινές αναφορές, είτε μουσικές είτε γενικότερα εικαστικές. Οι ήχοι που παράγουν δεν φαίνεται από πουθενά να είναι σύγχρονοι, κι ας αναφέρει το εξώφυλλο το σήμερα σαν ημερομηνία παραγωγής τους, περισσότερο σαν άχρονους θα μπορούσαμε να τους περιγράψουμε. Τα ‘60s και τα ‘70s δείχνουν πιο κοντά σαν χρονικές αφετηρίες, κι απόλυτα λογικά εδώ που τα λέμε, μιας που τα μηχανήματα (και οι τεχνικές) που μεταχειρίζονται από εκεί κατά πάσα πιθανότητα προέρχονται. Κι αυτό είναι μονάχα η αρχή: κάθε κομμάτι από δίσκο της Ghost Box κρύβει μέσα του λατρεία για τις επιστημονικής φαντασίας αλλά και τις giallo ταινίες, για τα θέματα τηλεοπτικών σειρών που εξερευνούσαν με τη σειρά τους το άγνωστο και το παράξενο του κόσμου μας, για τις πρώτες εξερευνήσεις στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής και τα πειράματα με τις ταινίες ηχογραφήσεις, τα κοψίματα και ραψίματα από ασυνήθιστες πηγές ήχων, τη χωρίς χαρακτήρα αλλά γοητευτική library music, κι εν γένει, οτιδήποτε αλλόκοτο ακούστηκε σαν ιστορία ή μουσική τον προηγούμενο αιώνα της καινοτόμου ιχνηλάτησης του ηχογραφημένου ήχου.
Όλα αυτά συνέθεσαν ένα μαγευτικό καλειδοσκόπιο χρωμάτων (ή γκρίζων και σκοτεινών διαθέσεων, ανάλογα πώς το είδε ο καθένας) που βρήκε πολλούς οπαδούς, ανάμεσά τους και ο κορυφαίος μουσικοκριτικός Simon Reynolds που ονόμασε όλη αυτή την κίνηση hauntology. Έγραψε μάλιστα και τις σημειώσεις για τη μοναδική μέχρι στιγμής συλλογή της εταιρίας For A Moment όπου τα είπε ξανά πολύ όμορφα και αναλυτικά, κι όπου επίσης μπορείτε να πάρετε μια ιδιαίτερα αναλυτική ιδέα του τι είναι αυτό που πρεσβεύει τελικά και συνολικά σε μουσικό και όχι μόνο επίπεδο. Από εκεί και πέρα, υπήρξε ο χώρος για ακόμη περισσότερα παρακλάδια και καλλιτεχνικές προτάσεις από άλλα ονόματα παρόμοιας αισθητικής ιδιότητας, κάποια από τα οποία δισκογράφησαν ευκαιριακά και μάλλον συναδελφικά για λογαριασμό της Ghost Box. Και για να δώσουμε ένα χαλαρό κι ενδεικτικό στίγμα του ήχου που αναφέρουμε εδώ, θα λέγαμε ότι οι Broadcast για παράδειγμα θα μπορούσαν να αποτελούν μέλος του roster της, αν είχε ξεκινήσει νωρίτερα η πρώτη και δεν είχαν χαθεί άδοξα και πρόωρα οι δεύτεροι (πήραν το αίμα τους πίσω βγάζοντας το άλμπουμ των Children Of Alice βέβαια).
Όλα αυτά τα λέμε για να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή σ’ αυτόν τον εξαιρετικό μικρόκοσμο, σ’ έναν ευωδιαστό κήπο που βρίθει βρετανικών αρωμάτων και εικόνων μα που είναι, όπως θα επαναλάβουμε ξανά, πέρα και πάνω από κάθε κατηγορία και ταξινόμηση. Εκείνο λοιπόν που μένει να πούμε είναι τίποτα για τον συγκεκριμένο δίσκο. Τον πήρα με κλειστά τα μάτια, αλλά με ικανοποίησε τελικά; Η απάντηση είναι “δεν ξέρω”! Μου άρεσε; Ναι, καλός ήταν. Θα τον ξανακούσω δηλαδή; Αμφιβάλλω… Σε ποια συνομοταξία δίσκων ανήκει δηλαδή; Μάλλον εκείνων που σου δίνει κάποια πράγματα ακούγοντάς τον αλλά τελικά δεν έχει τη δύναμη και την αξία να αποτελέσει κάτι περισσότερο από ένα αξιόλογο άκουσμα κάποιων λεπτών και τίποτα παραπάνω. Κι αυτό δεν ξέρω που το κατατάσσει στη δική σας κλίμακα ευχαρίστησης, μα στη δική μου κερδίζει πια όλο και λιγότερο έδαφος (ίσως να έχει να κάνει και με το ότι τα άλμπουμ που φτάνουν τελευταία στα αυτιά μου ανήκουν ολοένα και πιο πολύ στην ύστατη αυτή κατηγορία). Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ηχητική ταπετσαρία, λίγο πιο περίτεχνη από ένα μονόχρωμο ambient καμβά αλλά όχι και τόσο που να αξίζει να ασχοληθείς μαζί του περισσότερες από κάποιες ελάχιστες φορές.
Κι αυτό επειδή για κάθε φορά που θα ανασηκώσεις λίγο το φρύδι σου επειδή κάτι σου κέντρισε κάπως την προσοχή, υπάρχουν διπλάσιες στιγμές που όλο αυτό περνάει χωρίς καμία έξαρση, κανέναν ενθουσιασμό, σαν ένα προϊόν εργαστηρίου που έχει προσεχθεί στην παραμικρή του λεπτομέρεια αλλά λείπει από επάνω του ένα ψήγμα έστω ψυχής και αγάπης για τη δημιουργία του. Η παραφιλολογία και το ηχητικό κλίμα που περιστοιχίζει ‘Το Έφυγε Μακριά’ βέβαια, είναι ικανά από μόνα τους να σε πείσουν ότι εκείνο που ακούς είναι μεγαλύτερο από εκείνο που μπορείς να καταλάβεις και να εκτιμήσεις μουσικά, αλλά επειδή τα χρόνια που όσα άκουγα προσπαθούσαν κάποτε να υποβάλλουν κάποια αξιολόγηση διαφορετική από αυτή που καθόριζε το γούστο μου έχουν προ πολλού παρέλθει, θα μείνω στα όσα καταθέτω παραπάνω. Δηλαδή ακούστε το ‘The Gone Away’, χαθείτε στους technicolour ήχους του λες και είναι το αύριο ενώ είναι μόνο το προχτές (ούτε καν το χτες), κι από εκεί και πέρα αναζητήστε κάτι ζωτικό για τις ακουστικές σας ανάγκες. Τα μεταχρονολογημένα πειράματα ενός τρελού επιστήμονα των στούντιο ίσως να μην είναι ότι καλύτερο να καταναλώσετε τέτοιες ημέρες – τέτοια εποχή…