Girls In Peacetime Want To Dance
Ο Stuart Murdoch και τα παρολίγον του. Του Άρη Καραμπεάζη
Με όχι και τόσο μεγάλη έκπληξη διαπιστώνω ότι έχουμε σχεδόν δέκα χρόνια να ασχοληθούμε με κάποια από τις κυκλοφορίες των Belle And Sebastian εδώ στο Mic, δηλαδή από το 2006, που ο Τάσος Πατώκος με παρρησία ψυχής διαπίστωσε ότι έκαναν μεν ένα θετικό βήμα, αλλά όχι ένα βήμα μπροστά (βαρυσήμαντα αμφίσημη δήλωση, μιας και στη μουσική όντως το μπροστά δεν ταυτίζεται πάντα με το θετικό).
Έκτοτε θυμάμαι να απασχολούμαι λίγο έως πολύ με τη δισκογραφία τους, αλλά να μη βρίσκω κάτι να πω είτε θετικό, είτε όχι, ενώ συνηθέστερα ο ενθουσιασμός για κάθε θριαμβευτικό πρώτο single ισοσκελίζονταν (έως και εξαφανίζονταν) από ό,τι ακολουθούσε στη διαδικασία του "ολοκληρωμένου" δίσκου. Απολύτως χαρακτηριστικό το I Want The World To Stop από το Write About Love του 2010. Και ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι από το 2006 μέχρι σήμερα οι Belle And Sebastian έχουν κυκλοφορήσει μόλις έναν ακόμη πραγματικά νέο δίσκο, συνεπώς δεν έχουμε αγνοήσει και πολλά. Συνεπώς, όλος ο πρόλογος πήγε στράφι, αλλά παρόλα αυτά τον κρατάω.
Διότι αν δεν τον κρατήσω, έχω την αίσθηση ότι θα "χάσουμε" ακόμη έναν κρίκο στη δισκογραφία του μετα-φοιτητικού σχήματος - θεσμού του Stuart Murdoch, ο οποίος ενώ με επιτυχημένο τρόπο έχει καταφέρει να προσδώσει στο μύθο του δημιουργήματος του μεγαλύτερες διαστάσεις από αυτές που πραγματικά του αξίζουν (και αυτό έστω και ασυνείδητα το καταφέρνει επιμελώς από την πρώτη-πρώτη κυκλοφορία τους), εν τούτοις οριστικά πλέον όταν έρχεται η ώρα του στούντιο, αδυνατεί να υπερβεί τα όρια του -έστω και θεμιτού- επαγγελματισμού, στη λούπα του οποίου ούτε εμείς, και πιθανόν ούτε και αυτός αν πιστέψουμε όσα λέει στις συνεντεύξεις του, καταλάβαμε πως έπεσε.
Καθώς τα χρόνια περνάνε και όλοι αποκτούμε τη μαγική ικανότητα να ακούμε και να λατρεύουμε τα πράγματα που καταριόμασταν τέτοια μέρα πριν δεκαπέντε χρόνια, στους B&S/ver.2015 θα βρει κανείς ισόποση αγάπη για high energy electro pop (Enter Sylvia Plath- παντελώς αδιάφορο ήδη από το δόλιο του τίτλου μέχρι τη στιγμή που κανείς δεν μετακινεί το drum machine εκεί που ακριβώς πρέπει ώστε να ακουστεί και συναρπαστικό εκτός από νοσταλγικό), όσο και αδιάφορη exotica pop για ενήλικα ακροατήρια (Perfect Couples- τα ίδια και χειρότερα), που καθιστά ακόμη πιο ανυπόφορο, το ούτως ή άλλως πέρασμα του ακροατή από το κενό που χάσκει κάπου στη μέση του δίσκου.
Στο ενδιάμεσο ακόμη περισσότερη κλαμπίστικη αμηχανία (The Party Line), σε μια ύστερη προσπάθεια του Murdoch να προλάβει ό,τι έχασε από τα 00s, και ακόμη λιγότερη πίστη στο να ακουστεί ολοκληρωμένο ένα από τα μετρημένα τραγούδια εδώ μέσα που διατηρεί σχεδόν ατόφια τα χαρακτηριστικά εκείνα για τα οποία κατά σειρά εμφανίσεως αγαπήσαμε, βαρεθήκαμε και ξανά-θυμηθήκαμε όταν ήρθε η ώρα τους Belle And Sebastian (Ever Had Little Faith?).
Στα 5' 10'' του εναρκτήριου Nobody's Empire ο Murdoch διηγείται σε α' πρόσωπο και με εύστοχα αποδραματοποιημένη αφήγηση το πραγματικό δράμα της ζωής του, δηλαδή την ασθένεια που απείλησε κάποτε να καταστρέψει κάθε τυχόν ελπίδα του να ανταπεξέλθει έστω και στο ελάχιστο στις απαιτήσεις μιας καθημερινής ζωής, πόσο μάλλον της ζωής ενός sui generis ροκ σταρ για είκοσι και βάλε χρόνια. Αντλώντας αξία από αυτό το απλό και ειλικρινές τραγούδι, το αμέσως επόμενο Allie είναι ακόμη ένα από τα επαρκώς ενδιαφέροντα του δίσκου, και σχεδόν διαπρέπει στο να μας υπενθυμίζει ότι η κιθαριστική pop είναι αξιόμαχα ακαταμάχητη όταν διατηρεί τη γοητεία της, χωρίς να υποτάσσεται σε λογική επέκτασης των αισθητικών της κριτηρίων, αλλά και της μορφολογίας της, δηλαδή όταν υποσκελίζεται από τις κρίσεις ταυτότητας των δημιουργών και χειριστών της.
Ένας παρολίγον υπέροχος άνισος δίσκος των Belle And Sebastian, ενός υπέροχου, αλλά άνισου συγκροτήματος ούτως ή άλλως, αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια, έστω και μεταξύ μας, έστω και μετά από είκοσι και βάλε χρόνια.