Emilio Bernhard Presents: Yacht Club vol. 1
Μετά το ...yacht rock βρέθηκε και ένα ανάλογο στο χιπ-χοπ; Ένας δίσκος που κατά τον Χάρη Συμβουλίδη "σε χτυπά σαν θαλασσινό αεράκι σε ζεστό θερινό μεσημέρι", αποδεικνύεται όμως παντός καιρού
Ως μέλος των ¡MAYDAY!, ο Bernz (κατά κόσμον Bernardo Garcia) μετράει 18 χρόνια καριέρας στο χιπ χοπ στερέωμα του Μαϊάμι, όπου το γκρουπ έκανε κάποτε όνομα με το underground χιτάκι "Quicksand", περνώντας σιγά-σιγά και σε μεγαλύτερα «σαλόνια». Ειδικά το διάστημα 2013-2014, όταν άλμπουμ σαν το Believers ή το ¡MursDay!, τους έμπασαν στα εθνικά charts των Ηνωμένων Πολιτειών (αντίστοιχα στο #75 και στο #45).
Στο Yacht Club vol. 1 τον συναντάμε ωστόσο σε μια σόλο περιπέτεια. Όπου αξιοποιεί την πλούσια εμπειρία που έχει αποκτήσει με το συγκρότημα στη συνύπαρξη ραπαρίσματος και φυσικών οργάνων τα οποία παίζουν άλλα είδη μουσικής, ώστε να φτιάξει ένα άλμπουμ αφιερωμένο στο «ατελείωτο καλοκαίρι» (για να μεταφράσουμε όπως-όπως τη γνωστή αγγλική έννοια «endless summer»).
Ήδη άλλωστε από το ξεκίνημα, ο στίχος «Let this be the first thing I write before it becomes night/And my second tequila melts into the ice» προοικονομεί έναν δίσκο για έναν κόσμο που ζει και κινείται στην ακροθαλασσιά, μαθημένος στη λάμψη του ήλιου, σε παγάκια στο ποτό του και σε βιορυθμούς (τουλάχιστον) ράθυμους. Αυτή η αίσθηση, πάντως, δεν οδηγεί σε ένα νοηματικά μονοδιάστατο σύνολο. Απεναντίας, ένα από τα σημεία υπεροχής του άλμπουμ είναι ότι ο Bernz δείχνει έτοιμος να μιλήσει και για όσα μπορεί να «τρέχουν» κάτω από την ανέμελη επιφάνεια.
Εν προκειμένω, δηλαδή, ο φανταστικός πρωταγωνιστής Emilio Bernhard έχει και τις ερωτικές του φουρτούνες ("Tim"), αμφιβάλλει για τον εαυτό του ("LOL"), κουράζεται από όσους τσαμπουνάνε ατέλειωτες θεωρίες συνωμοσίας ("Peter"), προσπαθεί να μη βλέπει νοσταλγικά τα περασμένα μα αναρωτιέται και πώς διάολο πέρασε από τις αναλογικές φιλίες στις ψηφιακές ("Evie"). Όλα αυτά δίνονται με στίχους εκλεπτυσμένης απλότητας, οι οποίοι δεν χάνουν το προφίλ τους ούτε όταν πέφτει το σεξ στο τραπέζι: ο Bernhard σκέφτεται σε κάποιο σημείο αν ο κώλος του αρέσει πράγματι στην κοπέλα που τον ενδιαφέρει –σε μια ιντριγκαδόρικη αντιστροφή όσων ακούμε συνήθως από ράπερς οι οποίοι ασχολούνται μόνο με τα κορμιά του έτερου φύλου.
Το άλλο μεγάλο ατού του δίσκου είναι η απίθανη παραγωγή που έχει φτιάξει ο Induce, η οποία δημιουργεί την παράδοξη μα άκρως εθιστική εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε beach bar στα Florida Keys, ακούγοντας κάποιον να ραπάρει ενώ από πίσω παίζει ο Jimmy Buffett με την αφρόκρεμα των μαστόρων του yacht rock. Το μείγμα διαθέτει μάλιστα και τις χιουμοριστικές του στιγμές, αφού σε διάφορα σημεία τα τραγούδια αναπτύσσονται γύρω από διαφημιστικά jingles, π.χ. για ανέμελα βαψίματα μαλλιών που έχουν αρχίσει να γκριζάρουν ή τύπου Johnsons baby shampoo-όχι πια δάκρυα (π.χ. "Lenny", "Charlie"). Πρόκειται βέβαια για μια παραγωγή οικοδομημένη πάνω σε πλήθος samples. Και δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν, ακόμα και από όσους δεν έχουν ιδέα από τις χάρες του soft rock, αφού συχνά είναι οι ίδιοι οι τίτλοι των κομματιών που οδηγούν στην «πηγή».
Το "Paul", για παράδειγμα, δεν μιλάει για κάποιον Πωλ, αλλά προσφέρει ένα κρίσιμο ίχνος για να εντοπίσει κανείς ότι στη σύνθεση υφέρπει το "Arrow Through Me" (1979), ακόμα κι αν δεν γνωρίζει τίποτα για τη δράση των Wings του Paul McCartney. Αξίζει επίσης να ανακαλύψετε και πιο ψαγμένα πράγματα σαν την απίθανη σύμπλευση του "Rupert" με το "I Remember Her" του Rupert Holmes (1980), το "Key To The Rhyme" των Lake (1976) στο "Lake", το "Biggest Part Of Me" των Ambrosia (1980) στο "The Biggest Start" ή το "Alone With You" των Thee Image (1975) στο "Thee Image". Αναντίρρητα, τα δάνεια βγαίνουν πολλά στο μέτρημα και είναι αλήθεια ότι δίχως αυτά το άλμπουμ ίσως να μην αποκτούσε τον ξεχωριστό του χαρακτήρα. Ωστόσο ο Induce τα χρησιμοποιεί με τρόπο αληθώς χαρισματικό, φτιάχνοντας επιμελώς την προαναφερόμενη αίσθηση που αποπνέει το Yacht Club vol. 1.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο βασικούς πυλώνες, τώρα, ο Bernz κατορθώνει και στέκεται μια χαρά, με δεδομένο ότι πρόκειται για έναν ράπερ με old school στυλ, ο οποίος έχει διακριθεί για τον τρόπο του και όχι για τις εκπληκτικές του δυνατότητες –οι οποίες, ας είμαστε ειλικρινείς, δεν υπάρχουν. Εδώ λοιπόν βρίσκει τους τρόπους και σηκώνει όλα όσα απαιτεί το συγκεκριμένο άλμπουμ, πότε πετυχαίνοντας πολύ ωραίες αντιστίξεις με τα φωνητικά samples, πότε «αναδυόμενος» με πειθώ ανάμεσα από τα πνευστά ή τα yacht rock στοιχεία.
Σε κομμάτια μάλιστα σαν το "Paul", το "LOL", το "Thee Image" ή το "Rupert", ο Bernz κάνει και τις προσωπικές του υπερβάσεις, φανερώνοντας λ.χ. εξαιρετικές ανάσες, αλλά κι ένα αξιοθαύμαστο flow, πραγματική όαση στην εποχή που το ραπάρω έχει γίνει για πολλούς νεότερους συνώνυμο του μουρμουράω. Εν πολλοίς, δηλαδή, μεταμορφώνεται όντως σε Emilio Bernhard, συμβάλλοντας έτσι κι εκείνος στην κατασκευή ενός χιπ χοπ δίσκου που σε χτυπά σαν θαλασσινό αεράκι σε ζεστό θερινό μεσημέρι.