Lives Outgrown
Ένας δίσκος που κουβαλάει μέσα του πολύ χρόνο. Με διάφορους τρόπους... Του Άρη Καραμπεάζη
Πόσες πιθανότητες έχει να αποτύχει και κατ’ επέκταση να απογοητεύσει ένα άλμπουμ της Beth Gibbons; Απολύτως καμία, ακόμη και αν στηρίξουμε την εκτίμηση μας αυτή αποκλειστικά και μόνον στις στατιστικές και στον νόμο των πιθανοτήτων, αν βασίσουμε τα σχόλια μας σε ένα συνονθύλευμα όλων των κλισέ που συνοδεύουν τόσο την ίδια, όσο και τους Portishead δεκαετίες τώρα πλέον (όλα ισχύουν εν προκειμένω, το ξέρετε ήδη, έχετε ακούσει τον δίσκο). Ακόμη δε και αν πάμε δια της μεθόδου του αφορισμού, στο ίδιο αποτέλεσμα θα καταλήξουμε. Ένα οποιοδήποτε άλμπουμ της Beth Gibbons είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να κάνει λάθος.
Συνεπώς, ίσως έχει κάποια αξία να δεχτούμε τα παραπάνω ως δεδομένα, και να πάμε κάπως δια της περιφερειακής οδού, περισσότερο για να εντοπίσουμε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ‘Lives Outgrown’, που κατά την εκτίμηση μας θα βοηθήσουν τον ακροατή κύρια και πρώτα να ξεφύγει από την προκάτ σχέση στην οποία τόσο η δημιουργός, όσο και ο δίσκος, αναπόφευκτα θα τον υποβάλλουν. Ε και στο τέλος όλο και κάπου θα υπάρχει κάποιο λάθος, όχι τόσο στο χώρο, όσο στο χρόνο.
Πρώτο και κύριο που θα συστήσουμε είναι την ακρόαση του δίσκου σε κάποιο φυσικό format. Ναι, γνωρίζουμε πως αυτό ενδείκνυται για οποιονδήποτε δίσκο, οιασδήποτε αξίας, αλλά δεν παραβλέπουμε ότι στην πράξη σπάνια συμβαίνει πλέον, ακόμη και από αυτούς που όντως αγοράζουν τους δίσκους.
Μεταξύ μας, όχι άδικα. Όχι μόνον οι περισσότερες παραγωγές έχουν μια χαρά προσαρμοστεί στις ‘ελλείψεις’ του streaming, αλλά γίνεται και ο κακός χαμός με τις ό,τι και όπως να ‘ναι αποτυπώσεις των ούτως ή άλλως ύποπτων ηχητικά παραγωγών στα φυσικά format και δη σε αυτό του βινυλίου. Κοινώς τα περισσότερα καινούργια βινύλια, σε βάζουν σε υποψίες για το αν πρέπει να αλλάξεις στερεοφωνικό (απάντηση: όχι, άλλαξε δίσκο και μάλλον και αιώνα παραγωγής του δίσκου).
Πριν γραφτούν όλα αυτά, έχω ακούσει το ‘Lives Outgrown’ περίπου 20 φορές στο Spotify και μόλις δύο σε βινύλιο (δυόμιση δηλαδή, καθώς η τρίτη ακρόαση διεκόπη οριστικά από το θυροτηλέφωνο του σουπερμάρκετ που έφερε τα ψώνια στο σπίτι). Πραγματικά ήταν σαν να μην έχω ακούσει τον δίσκο μέχρι την ακρόαση στο βινύλιο. Και σε αυτό το σημείο είναι που επιβραβεύεται η επιλογή των συντελεστών του να τον δουλεύουνε δέκα ολόκληρα χρόνια πριν κυκλοφορήσει (spoiler alert: αλλού δεν επιβραβεύεται). Είμαι σίγουρος ότι το ίδιο θα γίνεται και με το CD, το οποίο έχω ξαναπεί ότι θεωρώ πιο αξιόπιστο ηχητικά μέσο από το βινύλιο, και δεν είναι τώρα ώρα να μπούμε στη συζήτηση γιατί προτιμάμε να αγοράζουμε εμμονικά το πρώτο. Πάμε παρακάτω. Α, είναι και όντως deluxe η έκδοση με τα gatefold και τα χαρτόνια πλουσιοπάροχα, τα ένθετα με το φωτογραφικό υλικό όσο ανήσυχα καλλιτεχνικό θα περίμενε κανείς από την Beth Gibbons. Τώρα πάμε παρακάτω.
Κάπου ανάμεσα στην εμμηνόπαυση και τον θάνατο, η θεματολογία του δίσκου είναι πραγματικά βαριά και ασήκωτη. Σε σημείο που να σε κάνει να αναρωτιέσαι τι στο καλό ήταν άραγε αυτό που τριάντα χρόνια πριν μας είχε κάνει να θεωρούμε (αλλά και τους ίδιους να είναι) τους Portishead ένα σχεδόν καταθλιπτικό act. Δεν καλύπτονταν όλα τότε από την αν όχι αισιόδοξη, τουλάχιστον ελπιδοφόρα άχλη της νεότητας. Πιθανόν όχι, αλλά αυθαίρετα θα πω ότι το στοιχείο που έκανε και διατηρεί τους Portishead σε τέτοιο ασφυκτικό ψυχολογικό (και όχι απλά συναισθηματικό) πλαίσιο είναι το ότι από τον κόσμο τους απουσίασε πάντοτε οποιοδήποτε στοιχείο θεατρικότητας (στους Tindersticks αντίθετα πάντοτε υπήρχε και υπάρχει). Συνεπώς και προϊόντος του χρόνου, το πλαίσιο γίνεται ακόμη πιο ασφυκτικό. Μία και μόνη διέξοδος υπάρχει από όσα και για όσα τραγουδάει η Beth Gibbons το 2024 (και έχοντας ξεκινήσει να το κάνει από το 2014) και αυτή είναι η έβδομη λέξη της παρούσας παραγράφου. Τίποτε άλλο δεν υπάρχει. Αλλά εδώ που τα λέμε και τι άλλο υπάρχει γενικώς πέραν αυτού;
Ο James Ford των Simian Mobile Disco στην παραγωγή του δίσκου, προσφέρει στην Beth Gibbons την καλύτερη ηχητική κάλυψη που είχε (και τολμώ να πιθανολογήσω που θα έχει) ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι αυτός είναι ο καλύτερος δίσκος στον οποίο ακούμε την Beth Gibbons.
Είτε όμως την τοποθετεί σε ένα παραχρήμα καταρρέον καμπαρέ, όπως αυτό του ‘Reaching Out’, είτε στο έντεχνο Floyd-ικό περιβάλλον του ‘Lost Changes’ (το καλύτερο τραγούδι του δίσκου, παρότι παραπέμπει αυθαίρετα από το εναρκτήριο Hey You των στίχων στο πιο γνωστό Hey You της ιστορίας του ροκ, αλλά και στο δικό μας ‘κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν’ κλπ αν απομονώσει κανείς την κιθάρα), δεν κάνει λάθος έστω και για ένα δευτερόλεπτο. Δεν συζητάμε καν αν υπάρχει ένα λάθος τραγούδι εδώ μέσα, αλλού είναι το ζήτημα.
Στην κάθε επόμενη φορά που τελειώνει ο δίσκος όμως, και αυτό ισχύει τόσο για το Spotify, όσο και για το βινύλιο, υπάρχει μία τελική αίσθηση κόπωσης από την ακρόαση του. Δεν είναι ότι σου πονάει η ψυχή και άλλα τέτοια φαιδρά, σχεδόν σου πονάνε τα κόκκαλα που άκουσες τον δίσκο από την αρχή μέχρι το τέλος. Τέτοια κόπωση που δεν προ-υπήρξε σε κανένα από τα τρία άλμπουμ των Portishead, παρότι σήμερα θεωρώ το ‘Third’ ως ακόμη πιο αχρείαστα δύστροπο άλμπουμ από ότι το είχα θεωρήσει σε πραγματικό χρόνο, και παρότι και εκείνοι οι δίσκοι -όπως καλά ξέρουμε- ούτε την ψυχή σου ανοίγανε, ούτε την σπονδυλική στήλη σου απαλύνανε.
Θεωρώ ότι όχι και τόσο αυθαίρετα το λιγότερο μη ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει κανείς αναφορικά με την βαθύτερη αιτία που προκαλεί αυτή την κόπωση στον ακροατή, είναι ακριβώς αυτή η δεκαετία η οποία απαιτήθηκε (επιλέχθηκε; εξαναγκάστηκε; ποιος ξέρει…) για να φτιαχτεί ο δίσκος.
Από όπου και να το πιάσει κανείς, ό,τι και να συνυπολογίσει μέχρι να συμπληρωθεί η δεκαετία (από τις προσωπικές τραγωδίες και απώλειες μέχρι και τις πάγκοινες- covid κλπ), δεν μπορεί ρε γαμώτο να χρειάζονται δέκα χρόνια για να φτιαχτεί ένας pop δίσκος. Έστω και τέτοιου ειδικού και συναισθηματικού βάρους. Έστω και αν πρόκειται για έναν δίσκο της Beth Gibbons στο αλάθητο υπόβαθρο της οποίας κανείς μας δεν έχει ενστάσεις και αντιρρήσεις, και αν τυχόν είχαμε ποτέ, υπήρξε για όλους μας ένα σημείο κατά το οποίο ρητά δηλώσαμε ότι παραιτούμαστε από αυτές.
Η δεκαετία αυτή όλως φυσιολογικά βάρυνε στις πλάτες της Beth Gibbons και πέρα από όλα τα υπόλοιπα της κληροδότησε αυτήν ακριβώς την κούραση που αισθάνεται ο καθένας από εμάς κάθε που κοιτάει πίσω του και διαπιστώνει ότι έχουν περάσει από πάνω του δέκα χρόνια.
Αυτή η κούραση πέρασε στο δίσκο και όχι απλώς αντανακλάται, αλλά εκλύεται – ενίοτε ανεξέλεγκτα- και στα δέκα τραγούδια του, ειδικά αν ιδωθούν ως σύνολο και όχι μεμονωμένα. Σε αυτό το πλαίσιο μπορεί βέβαια κανείς να υποστηρίξει ότι τόσο ο δίσκος, όσο και η δημιουργός του, έχουν πετύχει ακόμη περισσότερο τον στόχο τους, ειδικά ως προς την απόφαση να κυκλοφορήσει ο δίσκος, μετά από μία δεκαετία κατά την οποία χτίζονταν/γκρεμίζονταν κ.ο.κ. και συνεπώς να εμπεριέχει το κάθε επιμέρους στοιχείο του, ακόμη και αυτά που σωρηδόν αποκλείστηκαν από το περιεχόμενο του, σε κάθε επόμενη ενορχήστρωση/ ηχογράφηση κλπ.
Κατανοητά όλα αυτά, και πάλι όμως δεν ξέρω όμως πότε ακριβώς η κούραση ως μέσο και στόχος της pop μουσικής, έχει γίνει σημαντικότερη ακόμη και από τον ίδιο τον θάνατο.
Και ας αφήσουμε τον έρωτα στην άκρη. Ή έστω στο ακροτελεύτιο ‘Whispering Love’, το οποίο αυθαίρετα θα στοιχημάτιζα ότι είναι το μόνο τραγούδι του δίσκου που δεν κουβαλάει το βάρος όλης αυτής της δεκαετίας, και παραμένει σε κάθε επόμενη ακρόαση το πιο περήφανα αδύναμο τραγούδι του δίσκου. Και το μόνο ίσως που δείχνει τον δρόμο και το νόημα προς έναν επόμενο δίσκο. Προ της δεκαετίας ασφαλώς.