O Nick Saloman ζει στον κόσμο του. Έχει την «πετριά» του, που λένε, και την υπηρετεί με συνέπεια, σαν να βρισκόμαστε στο 1968. Δεν βρισκόμαστε όμως. Ο Syd Barrett ζεί άρρωστος μόνος και μισότρελλος (λένε), ο κόκκινος Ντάνι αποκυρήσσει το παρελθόν του για να σώσει τη θέση και το μισθό του στο Ευρωκοινοβούλιο και η Carnaby Street είναι ένα στενό με φτηνιάρικα τουριστομάγαζα.
Αυτό δεν δείχνει να σημαίνει τίποτε για το Νick. Συνεχίζει απτόητος να παίζει «ψυχεδελικό ροκ», ό,τι και να σημαίνει πια αυτό, και να κυκλοφορεί σεβαστή ποσότητα υλικού με βιοτεχνική φιλοσοφία, από τη δική του εταιρία, σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ο λόγος που συνεχίζει να το κάνει, είναι ένας και μοναδικός: έχει ανταπόκριση. Δεν πρόκειται να γίνει ποτέ Νο.1 ή σταρ, αλλά υπάρχει κόσμος που θέλει αυτό που έχει να του δώσει. Και γιατί όχι;
Πέρα από την αναχρονιστικότητά του, υπάρχουν δυο-τρία πράγματα που πρέπει να αναγνωρίσουμε στο Bevis. Είναι αυθεντικός και πιστεύει σ’ αυτό που κάνει. Δεν προσβάλλει με κανένα τρόπο οποιονδήποτε ακροατή (μπορεί να κουράζει μέχρι χαμουρητών μερικούς, αλλά το κάνει με αξιοπρέπεια). Και σε κάθε δίσκο έχει μερικά πολύ όμορφα τραγούδια, που με κάνουν να πιστεύω ότι αν ήταν πιο εκλεκτικός με το υλικό του θα ήταν πολύ πιο σημαντικός καλλιτέχνης και μεγαλύτερος underground θρύλος απ’ όσο ήδη είναι.
Όλα τα παραπάνω ανταποκρίνονται στο περσινό Valedictory Songs. To εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο, έργα του Gordon J. Wootton από το 19ο αιώνα με θέμα την Αγγλία των αρχών της βιομηχανικής επανάστασης, σε βάζουν στο κλίμα της νοσταλγίας (για πράγματα που δεν έχεις ζήσει...) Τα 17 τραγούδια σου προκαλούν σήμερα περισσότερο κούραση και βαρεμάρα, παρά δέος. Ωστόσο, ανάμεσά τους υπάρχουν μερικά διαμαντάκια, όπως το Αrtillery Row, με επιρροές από προκλασσική μουσική όσο και από British Invasion, το By the Water’s Edge, ένα ονειρικό ψυχεδελικό club track, όσο αυτό είναι δυνατό, και το Confession που κλείνει το album απολογητικά και προσγειώνει ομαλά τον ακροατή από τις ανούσιες «πτήσεις» που προηγούνται, φέρνοντας τη μουσική σε ανθρώπινα μέτρα. Δυστυχώς, χάνονται μέσα σ’ έναν ωκεανό φλύαρων σολαρισμάτων και χαωτικών αναπτύξεων.
Δεν μπορώ να απορρίψω αβασάνιστα το Bevis Frond. Iσως επειδή καταλαβαίνω, σέβομαι απόλυτα και θαυμάζω τους ανθρώπους που δίνονται ολόψυχα στο ψώνιο τους. Γι αυτό και προτείνω στον καθένα που συγκινείται από τον ήχο της ηλεκτρικής κιθάρας να τον ακούσει και να διαμορφώσει γνώμη γι’ αυτόν. Και ας ταν απορρίψει...