"Τώρα πρέπει να βαρεθείς και να διαολοστείλεις τον Bill Callahan- Τώρα πρέπει να βαρεθείς και να διαολοστείλεις τον Bill Callahan", λέει μια φωνή μέσα μου κάθε τόσο, κάθε που κυκλοφορεί νέο δίσκο ο Αμερικάνος δηλαδή, στα πρότυπα του Πανουσικού "πάρε coca cola/ πάρε coca cola". Και κάθε φορά είμαι έτοιμος να ακολουθήσω την εντολή, ήδη από το Dongs Of Sevotion του 2001, που με όλη τη σοφία των 23 μου χρόνων, μου είχε φανεί απελπιστικά απλουστευτικό για την περίπτωση του και μου την είχε σπάσει και το λογοπαίγνιο του τίτλου, καθότι ακόμη δεν είχα παραδεχτεί τη λατρεία μου προς τον Σεφερλή. Είναι και τα σχεδόν είκοσι παρά κάτι χρόνια που έχουν περάσει από τότε που κυκλοφόρησε το Wild Love (ως Smog τότε), τον δίσκο στον οποίο αν είχε σταματήσει η Αμερικάνικη μουσική, θα ήταν και πάλι υπεραρκετά τα όσα μας έχει προσφέρει (και θα είχαμε γλιτώσει και 4-5 συνδικαλιστικές χλαπάτσες του Bruce Springsteen). Συνεπώς, πρέπει κάποτε να έρθει και αυτή η ώρα...
Το γεγονός ότι αργεί (να έρθει η ώρα), ασφαλώς και δεν εξηγείται με τους κανόνες της λογικής, ενώ από την άλλη οι καθιερωμένες φόρμες από τις οποίες -ας μην ξεγελιόμαστε- ελάχιστα παρεκτρέπεται ο Callahan εδώ και είκοσι κάτι χρόνια, δεν μας επιτρέπουν να σκεφτούμε ότι είναι τυχόν ο Bela Bartok της εποχής μας και της μουσικής μας και να εξηγήσουμε έτσι πως σε κάθε επόμενη κυκλοφορία του η έννοια του αριστουργήματος στριφογυρνάει ενοχλητική στο μυαλό ημών των φανατικών του. Ποιες οι διαφορές; Ποια τραγούδια θα μπορούσαν να είναι σε αυτό το άλμπουμ, αλλά όχι σε εκείνο; Ποια η ψυχική ορμή που τη συναντάμε για πρώτη φορά τώρα; Πες μου ποιο φόβο αγάπησες πάλι... και άλλα τέτοια οδυνηρά. Γιατί τέλος πάντων έχουμε μάθει να ζούμε με αυτή την αοριστολογική οδύνη του Callahan και μας "λυγίζει" κάθε φορά που γράφει τραγούδια για τις ώρες που κάθεται άπραγος στο bar και μετράει τις μπύρες να περνούν από μπροστά του, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος;
Μια πιθανή εξήγηση, η οποία λαμβάνει σοβαρά υπόψη της ότι ο σκληρός πυρήνας οπαδών ελάχιστα έχει αλλοιωθεί όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι ο Bill Callahan μας έχει διδάξει με ποιον τρόπο, γιατί και πότε ακριβώς πρέπει να τον ακούμε. Τα πρώτα δέκα χρόνια ήταν δύσκολα, οπότε και περιμέναμε να συμβεί κάτι από τα παραπάνω και μπορεί και να ψιλογκρινιάζαμε ενίοτε όταν δεν το έκανε. Αφότου πήραμε το απολυτήριο από τη σχολή του, απλώς μάθαμε να περιμένουμε τον κάθε επόμενο δίσκο του, έχοντας πλέον a priori ενεργοποιημένες τις τεχνικές αποκωδικοποίησης για οτιδήποτε θα συμβεί σε αυτόν. Οι, δε, δίσκοι του Callahan είναι άλλοτε μικρές προσωπικές εκρήξεις, άλλοτε επίμονοι στρουθοκαμηλισμοί, που αγνοούν ηδονικά την γύρω πραγματικότητα. Αυτές είναι οι δύο βασικές μορφές, που έρχονται σε διάφορες, αλλά όχι έντονα διαφοροποιημένες, παραλλαγές. Το Dream River ανήκει στην πρώτη κατηγορία και είναι ένα ακόμη από τα πολλά Αριστουργήματα του.
Η λογοτεχνική του πλευρά παραμένει κάτι απροσδιόριστα λιτό με νοήματα που περισσότερο ζητάνε να μην αναλυθούν, παρά να γίνουν κατανοητά. Ό,τι τυχόν πιάσει ο καθένας είναι τόσο ευπρόσδεκτο, όσο και μη απαραίτητο. Με τραγούδια όπως το Javelin Unlanding ο Callahan συνεχίζει να μην αφήνει ήσυχες τις έστω και επιτηδευμένα σκωπτικά μοναχικές νύχτες των φανατικών του και στο τέλος-τέλος της κάθε επιτήδευσης του καθενός, αυτό είναι που έχει σημασία. Θα σηκώσει δυο φορές όλες κι όλες την κιθάρα για να παίξει μια μελωδία- σφαγή σε όλο το δίσκο, αλλά θα είναι υπεραρκετές για να πάρει και αυτή τη θέση της δίπλα στις εδραιωμένες σφαγές του παρελθόντος.
Επαναλαμβάνει μη πειστικά τη φράση " I really am a lucky man...." και βλέπει πίσω του να τρέχουν ορδές πραγματικά τυχερών, που όμως προσπαθούν να πείσουν και τον εαυτό τους ακόμη για το αντίθετο. Διότι ο Callahan εκφράζει με απόλυτο τρόπο το Δράμα που επιφυλάσσει ο καθένας μας για την υποτιθέμενη σκοτεινή πλευρά του εαυτού του και αυτό δύσκολα πρόκειται να αλλάξει και τα επόμενα είκοσι χρόνια. Κατά πως δείχνουν τα πράγματα, μέχρι την επόμενη φορά, το Dream River είναι και πάλι ο δίσκος τον οποίο κανείς δεν χρειάζονταν (αφού είχε τουλάχιστον 5-6 παρόμοιους για να τα βγάλει πέρα), αλλά με το που τον άκουσε κανείς δεν μπόρεσε να κάνει χωρίς αυτόν. Περαστικά.