Happier Than Ever
Νέα περσόνα, νέο στυλ, νέος δίσκος, νέος ήχος. Νέα καλλιτέχνιδα ψάχνεται και προχωρά... Της Χριστίνας Κουτρουλού
Το να φτάνεις στην κορυφή ήδη από τα πρώτα βήματα, φέρνει ομολογουμένως μια τεράστια σύγχυση στη ζωή σου. Πόσο μάλλον αν βρίσκεσαι και στην εφηβεία. Ξαφνικά δηλαδή στα 17 της, χάρη στο πρώτο της άλμπουμ, η Billie Eilish εκτοξεύθηκε τόσο σε πωλήσεις, όσο και σε περιοδικά, καθώς και στα timelines εκατομμύρια κόσμου. Το When We All Fall Asleep, Where Do We Go? (2019) της πρόσφερε έξι βραβεία Γκράμι, περιοδείες, αλλά και μια ευκαιρία –όπως φανταζόμαστε ότι θα συμβεί με το “No Time To Die”, ομώνυμο κομμάτι της 25ης ταινίας James Bond– για υποψηφιότητα Όσκαρ.
Τι άλλο να ζητήσει ένας καλλιτέχνης; Και πώς θα καταφέρει άραγε να κρατήσει αυτό το hype; Η ίδια δεν φαίνεται αγχωμένη με το ζήτημα, ταυτόχρονα όμως ούτε και επηρμένη. Κι έρχεται έτσι μέσα από το σκοτάδι, που εγένετο Φως, κι από ζοφερό πλάσμα χωμένο κάτω από κρεβάτια μεταμορφώνεται σε ξανθό, ρετρό, αθώο άγγελο.
Μια φωτογράφηση για το Vogue αποδείχθηκε προπομπός όχι μόνο του νέου της άλμπουμ, μα και μιας καινούριας περσόνας, η οποία έφερε μαζί κι έναν ανεξήγητα μισογυνίστικο και σεξιστικό διάλογο μεταξύ όλων με όλους για την εμφάνισή της: όσοι παρακολουθούμε τα social ξέρουμε ότι η Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα απασχόλησε ουκ ολίγες φορές την επικαιρότητα –χωρίς τη θέλησή της και για τελείως λάθος λόγους. Κοινώς, έγινε σάκος του μποξ για fans, haters, sites και περιοδικά που τη μια βδομάδα τη βάφτιζαν «αστέρι της ποπ» και «θεότητα του body positivity» και την άλλη την παρουσίαζαν ως ξεπουλημένη στη βιομηχανία, τσούλα, συντηρητική, ακόμα και ως «fat». Το άλμπουμ Happier Than Ever ήρθε λοιπόν να δώσει απαντήσεις πάνω στα όσα την έθιξαν δημόσια και την απασχόλησαν ιδιωτικά. Φέρνοντας μάλιστα κι έναν αέρα μεγαλύτερης αυτοπεποίθησης, η οποία δείχνει να πήγασε από τον αντίκτυπο της πρώτης της δουλειάς.
Η Eilish κινείται εδώ στο γνώριμο κλίμα ειλικρίνειας και ευθύτητας που καλλιέργησε και στο ντεμπούτο της, θέτοντας ζητήματα αρχικά βιωματικά, τα οποία καταλήγουν να γίνονται καθολικά. Αν και είχε θίξει σοβαρά θέματα και πιο πριν (π.χ. αυτοκτονία, κατάθλιψη), σε αυτόν τον δίσκο αφήνει πίσω τον έντονο συναισθηματικά μικρόκοσμο της εφηβείας, αφού μάλλον ανακάλυψε ότι ο χειρότερος εχθρός της δεν είναι ο εαυτός της (“Bury A Friend”). Απεναντίας, υπάρχουν χειρότερα τέρατα εκεί έξω από εκείνα της ντουλάπας και του κρεβατιού. Δεν μιλάμε βέβαια για ωρίμανση και ενηλικίωση, καθώς τέτοια πράγματα δεν προκύπτουν μέσα σε 2 χρόνια. Μιλάμε κυρίως για μια συνειδητοποίηση και για την αποδοχή συναισθημάτων και καταστάσεων. Αλλά και για μια διάψευση θεωρήσεων προερχόμενων ίσως από μια ερωτική κατσάδα, έναν κακό χωρισμό ή μια πιεστική φάση που σε βάζει να έρθεις αντιμέτωπος με τους πάντες, απλά για να καταλήξεις στη γνώση ότι τελικά επιβιώνεις ακόμα κι από τις πιο δραματικές καταστάσεις.
Στο Happier Than Ever η νεαρή τραγουδίστρια μας αφηγείται κάτι από τη ζωή της: για την αλλαγή λ.χ. που έφερε η δημοσιότητα (“NDA”, “Getting Older”), για τους φόβους της και την προσμονή της για το μέλλον (“My Future”), για την ανάγκη της να απελευθερωθεί από τοξικές σχέσεις (“Didn't Change My Number”, “Happier Than Ever”). Ταυτόχρονα, όμως, μας μπάζει και στην πιο ρομαντική της πλευρά, μιλώντας για την απολαυστική πλεύση του έρωτα (“Halley's Comet”, “Billie Bossa Nova”), παρότι αφήνει κι έναν α-λα-Bad Guy ύμνο (“Οxytocin”). Στη συνέχεια το στιχουργικό κλίμα γίνεται πιο βαρύ, καθώς θίγονται ζήτημα ψυχολογίας, ερωτικής εκμετάλλευσης και κακομεταχείρισης (“Your Power”), αλλά και η σαπίλα της μουσικής βιομηχανίας (“Goldwing”). Η ίδια προσπαθεί να ασκήσει το δικαίωμα των ορίων της βάζοντας τους επικριτές στη θέση τους (“There I Αm”, “Νot Responsibility”, “Overheated”), ενώ σχολιάζει ακόμα και τη δομή της πορνογραφίας και γενικότερα την επικράτηση της ανδρικής ματιάς πάνω στη γυναικεία αυτοδιάθεση και απόλαυση (“Male Fantasy”), δίχως να καταφεύγει σε ευκολίες ή τσιτάτα.
Αυτό που κυρίως αλλάζει εδώ, είναι ο ήχος. Ο Finneas βρίσκεται ξανά στην παραγωγή του δίσκου και καταφέρνει μέσα από γνώριμες και παλιές ροπές της μουσικής να δώσει το καλλιτεχνικό στίγμα της αδερφής του. Έτσι οι ρυθμοί κατεβαίνουν, φλερτάρουν με μια τζαζ τάση που αποκτά R’n’B χρώμα και από ’κει αγναντεύει έπειτα τη bossa nova, τα synths, τo pop punk στυλ της Avril Lavigne και βέβαια τα γνωστά electropop, τα οποία της έδωσαν και τα πρώτα hits.
Μια τέτοια στροφή είναι λογικό να ταράζει τους ακροατές είτε θετικά, είτε αρνητικά. Όσοι αγάπησαν δηλαδή το προπέρσινο ντεμπούτο σίγουρα έκαναν ένα βήμα πίσω· από την άλλη όσοι είδαν εδώ κάτι πιο indie, αποθέωσαν. Μεταξύ μας, πάντως, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση: σαφώς λείπει το στοιχείο της έκπληξης από το Happier Than Ever, ενώ, για να ακολουθήσεις την πορεία των τραγουδιών, χρειάζεται να το ακούσεις προσεκτικά. Πράγμα που σε αποσπά από το να απολαύσεις τον δίσκο σαν σύνολο, καθώς αισθάνεσαι μια καθίζηση σε κάποιο σημείο. Ευτυχώς τα κομμάτια είναι καλοδεμένα και η σειρά τοποθέτησής τους δίνει τα πρέποντα ανεβάσματα πριν καλοσκεφτείς ότι κουράστηκες. Και φυσικά η Eilish κρατά γερά ακόμα και στα πιο φορμαλιζέ στιγμιότυπα, δίνοντάς τους χαρακτήρα.
Οι δύο δίσκοι της, αν και διαφορετικοί, προκύπτουν κοντά σε επίπεδο απόδοσης –κι αυτό είναι οπωσδήποτε μια νίκη της, καθώς και μια απόδειξη ότι εκπροσωπεί κυρίως τη μουσική της, δίχως να εγκλωβίζεται στην εκάστοτε περσόνα που υιοθετεί. Μιλάμε εξάλλου απλά για στυλ. Το πώς έχει γιγαντωθεί όλο αυτό, καταντά αστείο, ειδικά στα μάτια όσων την ακούνε για τη μουσική της και μόνο. H Billie Eilish κάνει εκείνο που προστάζει η καλλιτεχνική της περιέργεια: ψαχουλεύει, εξελίσσεται, αλλάζει. Μπαίνει στο παρελθόν αποβάλλοντας τον συντηρητισμό και κρατά ό,τι μπορεί να την εκφράσει. Και, παρ’ όλη την επιτυχία της, το νιώθεις ότι είναι όχι μόνο σταθερή, μα πλέον και κάπως πιο δυνατή απέναντι στον εαυτό της. Παραμένοντας, όπως έχει δηλώσει, «ένα τυχαίο κορίτσι που της αρέσει να τραγουδά».