Για την αυτοκτονία του (1997) έγραψαν τραγούδια ο Robert Smith ("Cut Here" - 2001 στο "Greatest Hits" αρχικά και αργότερα στο box set "Join The Dots") και η Siouxsie ("Say" - 1999 στο "Anima Animus" των Creatures). Ο Morrissey του είχε γράψει ένα από τα καλύτερα του τραγούδια πολλά χρόνια πριν ("William It Was Really Nothing" - που ήταν και το πραγματικό του όνομα...). Τα φερόμενα ως είδωλα των σκοτεινών 80s ένιωθαν δέος και λατρεία για αυτόν... Το 1987 συνεργάστηκε με τους Ελβετούς ηλεκτρεμπόρους Yello... το "Rhythm Divine" όμως έγινε hi-nrg anthem και άλωσε τα chart μόνο με τα φωνητικά της Shirley Bassey... Η δική του εκδοχή στο κομμάτι είναι μακράν ανώτερη.
Το παραπάνω παράδοξο υπήρξε ο Billy Mackenzie. Ο πιο παράφρονας, ο πιο σκοτεινός, ο πιο επικίνδυνος και ο πιο δυσνόητος crooner του new wave... και παράλληλα αυτός που άξιζε περισσότερο από όλους να περάσει βαθιά στον ωκεανό του mainstream και να λατρευτεί όσο ένας Freddie Mercury, όσα μία Madonna και όσο ένας Alex Kapranos... κάπου εκεί ανάμεσα.
H αλήθεια είναι πάντως ότι πέρα από τα κλασσικά πρώτα άλμπουμ - αριστουργήματα των Associates (βλέπε ειδικά παλιότερη παρουσίαση του μνημειώδους Sulk), όλη η μετέπειτα πορεία του υπήρξε ένα ανελέητο μπέρδεμα..., ένα πήγαινε - έλα ανάμεσα σε μια ειρωνικά παρωχημένη εμπορικότητα και μια ιδιόμορφα εκφραζόμενη εσωτερικότητα. Ο Mackenzie από ένα σημείο και μετά μπέρδεψε το κοινό του για τα καλά. Οι κατά καιρούς επανενώσεις των Associates έφεραν έως και γελοία αποτελέσματα... ενώ μόνος του δεν μπόρεσε να βρει ποτέ έναν παραγωγό / εκτελεστή έναν οποιοδήποτε συνοδοιπόρο τέλος πάντων.... αν όχι ισάξιο του Alan Rankine, τότε ικανό να αναδείξει την δυσδιάκριτη ανωτερότητα του.
Γιατί υπήρξε πραγματικά ανώτερος. Σε πάθος, σε φωνητικές δυνατότητες (=πολύ απλά η καλύτερη φωνή που γνώρισε ποτέ η rock / pop κουλτούρα μαζί με τον Scott Walker και πολύ πάνω από τον David Bowie, παρότι "δανείστηκε" από αυτόν...). Και είναι ξεκάθαρη αυτή η ανωτερότητα ακόμη και σε αυτό το -ουσιαστικά- πρώτο του προσωπικό άλμπουμ... που αποτελεί τον ορισμό του αμήχανου όμορφου δίσκου.
Ηχογραφημένο το 1992, αμέσως μετά την οριστική σύγκρουση της indie κουλτούρας με την electronica, αλλά λίγο πριν την πρόσκαιρη επικράτηση του βρώμικου ήχου του Bristol... το "Outernational" ασφαλώς και ακούγεται παρωχημένο (αλλά και νοσταλγικό) ηχητικά, δεν παύει να αποτελεί ένα έξοχο δείγμα της eclectatronica... του οράματος δηλαδή του Mackenzie για τον οριστικό συνδυασμό του εκλεκτικού του ταλέντου με την κατά καιρούς εφήμερη κυρίαρχη τάση της ηλεκτρονικής μουσικής.
Η ευρωπαϊκή μελαγχολία και το κεντροευρωπαϊκό μελόδραμα αποτέλεσαν δύο από τις πατενταρισμένες εμμονές του Mackenzie. Διακριτές και κυρίαρχες σε όλη τη διάρκεια του δίσκου. Φανταστείτε μια δραματοποιημένη εκδοχή των καλύτερων τραγουδιών των Beloved και μία προσπάθεια να αποφορτιστεί το σοκαριστικό "Tell Me Easter's On Friday" του 1981 και έχετε μια πρώτης τάξεως άποψη για το περιεχόμενο του δίσκου. Ο οποίος δίσκος είχε πάρει πολύ καλές κριτικές στην εποχή του... είδε όμως πολύ γρήγορα το πέρασμα σε μια εντελώς διαφορετική εποχή και το "Baby" είχε την "τιμή" να αναγορευτεί και single of the week από το Melody Maker.
Σήμερα το "Οuternational" υπογραμμίζει σε όλους εμάς τους "πιστούς" του Mackenzie τη σημασία της απώλειας του. Θυμίζει στους οπαδούς των ηλεκτρονικών 90s... την εποχή που η ευαισθησία δεν ταυτίζονταν με τις κλεμμένες αναμνήσεις του Moby και την fake ηχητική πρωτοπορία του Thom Yorke... και προσπαθεί να φέρει στην επικαιρότητα μερικές παραπάνω από καλές συνθέσεις, για τη ραδιοφωνική (αλλά και χορευτική) έγκριτη nostalgia των ερχόμενων ετών.
Η lounge club κουλτούρα που μάταια προσπάθησε να καθιερώσει ο Mackenzie χιλιόμετρα απέχει από την άνευρη και ξενέρωτη επικράτηση των Cafe Del Mar και των Buddha Bar... που ακολούθησε. Είναι απόλυτα ενσυνείδητη, ουσιαστικά ευαίσθητη και κυρίως αξίως συνεχίζει μια παράδοση που ξεκινάει από το "Station To Station" του David Bowie για να καταλήξει σήμερα στις προσπάθειες τύπου Goldfrapp, με χαμένο κρίκο το αριστούργημα των Gry Orchestra κάπου στο 2000. Το ομώνυμο είναι υποδειγματικό after club έπος... καλούνται επιτέλους ικανοί και εμπνευσμένοι DJs να το "αναλάβουν". Το "Feels Like The Richtergroove" ανακαλεί τις ειρηνικές house ημέρες των early 90s πριν την μεγάλη έκρηξη και παρακάτω Η ΦΩΝΗ αναλαμβάνει να καθοδηγήσει τα πράγματα. Το "Sacrifice and be sacrificed", ένα κατάμαυρο deep house παραμιλητό παραμένει για πάντα το αριστούργημα του δίσκου και ένα από τα καλύτερα τραγούδια του Mackenzie.
Προσθέστε μόνοι σας το "Pain in any language" από την μετέπειτα συνεργασία του με τους Apollo 440 και θα δημιουργήσετε τον πιο μελαγχολικό χορευτικό δίσκο της ζωής σας.
Μυηθείτε στην λατρεία του Billy Mackenzie όσο είναι καιρός και θα επανέλθουμε σύντομα με το υπόλοιπο της προσωπικής του δισκογραφίας...




