Όπως επανήλθαν τα φώτα στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών ήταν λες και τη γέννησε το σκοτάδι, αινιγματική και ακαταλαβίστικη. Εκείνη τη στιγμή, δεν το κρύβω, την ένιωσα ως πολύ οικεία. Τις μεθεπόμενες άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχε τελεστεί κάτι που δεν έπρεπε απλώς να εκληφθεί ως popular, αλλά ΉΤΑΝ η ίδια η έννοια της pop στη μουσική: χιλιάδες θεατές στο στάδιο και ταυτοχρόνως μερικά δισεκατομμύρια τηλεοπτικοί ανά την υφήλιο.
Αυτό, ωστόσο, δεν ίσχυε για το 'Oceania' ως τραγούδι καθαυτό. Ήταν ένα μη εύπεπτο, σχεδόν ασύνδετο track, το οποίο υπό άλλες συνθήκες θα ήταν ο ορισμός του αντιεμπορικού single. Ίσως γι' αυτό κανείς δεν μπήκε στον κόπο να το σχολιάσει.
Και τώρα το ίδιο ισχύει (περίπου επί δεκατέσσερα) και για το 'Medulla' ως άλμπουμ, συνολικά. Εδώ είναι το μεγάλο, κεντρικό ζητούμενο: πώς διάλεξε συνειδητά αυτόν το δρόμο που βάζει τους ανυποψίαστους μπρος σε ένα σταυρόλεξο για πολύ δυνατούς; Θέση, την οποία αν σκεφτεί κάποιος ειδικότερα μετά την αδιαμφισβήτητη απήχηση του αυγουστιάτικου event, γίνεται ακόμη πιο δύστροπη και αποτρεπτική ως προς τα ευκόλως νοούμενα.
Η Bjork, λοιπόν, στο νέο της δίσκο, έκτο προσωπικό στην καριέρα της και τρία σχεδόν χρόνια μετά από το εξαιρετικό 'Vespertine', έχει ασφαλώς να επιδείξει τόλμη. Τόλμη που μόνο μια περσόνα (αλλά όχι και ντίβα) δύναται να επιδείξει. Όπως ήδη γνωρίζετε στο 'Medulla' δεν υπάρχουν όργανα. Οτιδήποτε ακούγεται σ' αυτό είναι επεξεργασμένες και μη ανθρώπινες φωνές, που κάνουν το θέμα του μινιμαλισμού της a cappella ερμηνείας κεντρικό. Δεν γινόταν αλλιώς, δηλαδή.
Αν μιλήσουμε για την ίδια ως φωνητική παρουσία, ε εντάξει δεν αποκλίνει καθόλου από το συγκεκριμένο της στυλ και δίνει εμφανώς σημασία στο τι συμβαίνει δίπλα και πίσω από τη φωνή της. Η Bjork η τραγουδίστρια δεν έχει αλλάξει καθόλου από αυτήν του 'Debut' του 1993. Εντούτοις, έχουν αλλάξει όλα τα άλλα και μάλιστα σε τέτοιο προχωρημένο βαθμό που δεν θα αρκούσε να αναφέρει κάποιος πως η γυναίκα που έγραψε εκείνον το δίσκο είναι τελείως διαφορετική με αυτήν που δίνει τον παρόντα. Είναι και η τέχνη, η σκέψη, η σύλληψη, η ίδια η στάση της που δεν έχει σύγκλιση. Ειπώθηκε κάπου πως αν υπάρχει ένας ασφαλής πειραματισμός στην pop μουσική, τότε αυτός είναι η Bjork. Αυτό μπορούμε και να το επεκτείνουμε πια. Αν υπάρχει ένας ασφαλής κίνδυνος να προκαλεί αμηχανία, να εκληφθεί ως artistic παραξενιά, να είναι το κάτι που θα τοποθετεί με το έτσι θέλω ένα τεράστιο αντί μπρος στη λέξη σταρ, τότε αυτός είναι η μικρόσωμη αυτή Ισλανδή.
Πέντε-έξι διαφορετικά στούντιο, με δύο πολυμελείς χορωδίες, τους Mike Patton, Robert Wyatt και την Καναδή throat singer Tanya Tagaq Gillis (απ' τους Inuit - Εσκιμώους - του αρκτικού) στα φωνητικά, αλλά και τους τρεις μεγαλύτερους του σήμερα στο human beatboxing: τον Ιάπωνα Dokata (που απέκτησε φήμη διασκευάζοντας a cappella τραγούδια των Metallica και Slayer!), τον Αμερικάνο Rahzel (των The Roots) και το Βρετανό Rabbi Shlomo. Αυτή η τελευταία "all from the mouth" τριάδα είναι υπεύθυνη εδώ για όλα τα beats και καθότι οι δύο τουλάχιστον προέρχονται από τη σύγχρονη rap σκηνή το αποτέλεσμα ασφαλώς είναι αρκετά πιο "επιθετικό", ίσως και "σκληρό", απ' ό,τι, ας πούμε, αυτό που μάθαμε κάποτε με πολύ γλυκό τρόπο από τον Bobby McFerrin.
Μερικά tracks (αναφέρω ενδεικτικά τo 'Show Me Forgiveness' και τα τρία με τους ισλανδικούς τίτλους) δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ίδια την Bjork να τραγουδάει μόνη της, με πολύ μικρή συνοδεία. Κάποια άλλα, όπως το δεύτερο single 'Who Is It' και το 'Triumph Of A Heart' που κλείνει το δίσκο έχουν ρυθμό και εμπίπτουν με ακρίβεια σε ό,τι ήδη ξέρουμε από αυτήν στο παρελθόν. Στο πολύ σπουδαίο 'Desired Constellation', το σημαντικότερο κατά τη γνώμη μου από τα φετινά τραγούδια της, τις εντυπώσεις κερδίζει αυτή η ambient "ψηφιακή" υποψία στο programming του Olivier Alary, η οποία φαντάζει ακαταμάχητη. Να γράψω, επίσης, και για το 'Pleasure Is All Mine', που λειτουργεί στον ρόλο του ως εναρκτήριο.
Όπως και αν έχει, πάντως, το 'Medulla' είναι σαφώς κατώτερο του 'Vespertine' και υπό μια αυστηρή, αλλά υπαρκτή, θεώρηση ανάξιο των περισσότερων των προσδοκιών που εκείνο δημιούργησε. Πιο απροσδόκητη συνέχεια δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ο λόγος που φαντάζει ως ο κυριότερος γι' αυτό είναι η εσκεμμένη επιτηδειότητά του στον ελιτισμό και η υπερβάλλουσα φιλοδοξία του, οι οποίες του υπερδιογκώνουν δυσανάλογα την πειραματική του πλευρά, μια πλευρά που η Bjork κρατούσε πάντοτε σε ελεγχόμενη ισορροπία ώστε να μην φτάσει να γίνει αυτοκαταστροφική. Εδώ την άφησε ελεύθερη. Ο βαθμός ίσως δεν έχει τόση μεγάλη σημασία σε αυτό το cd, όσο το μεγάλο ερωτηματικό που γεννάται με το κλείσιμό του: τι να περιμένουμε μετά από αυτό;
Περίπου μισό πόντο πάνω από το ...