Από το "Debut" του 1993 μέχρι το "Homogenic" του 1997, η Bjork κατάφερε να γίνει η πιο αγαπητή 'αντισυμβατική' pop φιγούρα της δεκαετίας, παίζοντας ταυτόχρονα μέσα στα αποδεκτά όρια του mainstream. Ιδιόρρυθμη και πολυσυλλεκτική σε ήχους και συνεργάτες (από τον Tricky μέχρι τους 808 State, τον Hector Zazou και τους A tribe called quest) έχτισε ένα δικό της ήχο, απόλυτα αναγνωρίσιμο, ηλεκτρισμένα ηλεκτρονικό και ταυτόχρονα συναισθηματικό. Μετά από τέσσερα πολύ καλά (τόσο μουσικά όσο και σε πωλήσεις) LP, από το 1997 και μετά η παρουσία της γίνεται όλο και πιο σπάνια, με μικρές και διακριτικές εμφανίσεις σε δίσκους άλλων από διάφορες θέσεις (φωνητικά, παραγωγές, πλήκτρα), αρκετά όμως για να μένει έστω και έμμεσα στην επιφάνεια. Και τελικά έρχεται το 2000, η συμμετοχή της στη νέα ταινία του Lars von Trier, 'Dancer in the Dark' όχι μόνο για να επενδύσει μουσικά την ταινία αλλά και για να πρωταγωνιστήσει, πραγματοποιώντας και μια από τις επιθυμίες της (πράγμα καθόλου παράξενο αν αναλογιστεί κανείς τη θεατρικότητα της μουσικής και του ύφους της). Τελικά τα κατάφερε καλά και στα δύο, πράγμα που επιβεβαιώνει και η βράβευση της ταινίας στο φεστιβαλ των Καννών. Τα πράγματα όμως, τουλάχιστον στο μουσικό τομέα, δεν είναι τόσο απλά. Γιατί η Bjork, αν και πήρε το ρίσκο να γράψει ένα soundtrack, δε βολεύτηκε στα συνήθη ορχηστρικά κλισέ ούτε έγραψε τον πέμπτο της δίσκο. Αυτό που έκανε, ήταν να σπείρει το αντισυμβατικό της μικρόβιο σε μια συνήθως συμβατική μουσική και ταυτόχρονα να γίνει ομόφωνα αποδεκτή τόσο από το σινεφίλ κοινό όσο και από τους μουσικοκριτικούς.
Ξεκινώντας με μια ορχηστρική εισαγωγή, αντάξια ενός υψηλού προυπολογισμού μιούζικαλ, τοποθετεί τον ακροατή στο κλίμα της ταινίας χωρίς να ξαφνιάζει ή να προκαλεί. Με το επόμενο κομμάτι όμως, το υπέροχο "Cvalda", το τοπίο αλλάζει αμέσως. Ξεκινώντας με μια σειρά ήχων σχεδον βιομηχανικών που εναλλάσσονται με την απόλυτα εκφραστική της φωνή και περάσματα από το πιο φανταστικό kraut musical που γράφτηκε ποτέ σίγουρα ταράζει τον ήσυχο ύπνο του John Barry. Ακολουθεί το "I've seen it all", σε ένα ντουέτο με τον Thom Yorke (Radiohead), στην πιο στιχουργικά σουρεαλιστική και ρομαντική μπαλάντα που γράφτηκε για το σινεμά τα τελευταία χρόνια. Τη μελαγχολία του "I've seen it all", συνεχίζει το "Scatterhead", ένα μινιμαλιστικά ηλεκτρονικό post blues στα σκοτεινά μονοπάτια που πρωτοπάτησε ο Tricky και που η Bjork φαίνεται πως αφομοίωσε κατά τη συνεργασία τους επί εποχής Nearly God. Tη βαριά ατμόσφαιρα σπάει το "In the Musicals" ένα ηλεκτρονικό παιχνίδισμα 'κομψού' beat και βιολιών σε ένα κρεσέντο μετρονομικής σταθερότητας και 'κοφτερής' ενορχήστρωσης των εγχόρδων με τρόπο που θα επικροτούσε και ο κύριος μ-ziq. Το "107 Steps" αμέσως μετά είναι σίγουρα το πιο κλιμακούμενα αγχωτικό μετρημα έως το 107 που έχουμε ακούσει μέχρι σήμερα, με τη δράση να κινείται ουσιαστικά σε τρία επίπεδα, τη σχεδόν επική ενορχήστρωση, τους αλλόκοτους και αλληλοσυγκρουόμενους ήχους και τους ψιθύρους της Bjork που τρέχει να φτάσει στο νούμερο 107. Το άγχωτικό παραλήρημα και μαζί το δίσκο έρχεται να κλείσει το ελπιδοφόρο "New World", με τα βιολιά τα πνευστά και το πανταχού παρόν beat να συμπορεύονται ήρεμα μέχρι που όλα μαζί στο τέλος να κλείσουν με μια έξαρση δύναμης και αισιοδοξίας για τη νέα ζωή που πάντα έρχεται μετά από κάθε ψυχολογικό τέλμα.
Τελικά η Bjork κατάφερε πάλι να μας εκπλήξει και να επιβεβαιώσει το αστείρευτο ταλέντο της όχι μόνο σε αυτούς που ήδη το γνώριζαν αλλά και σε ένα άλλο τελείως διαφορετικό κοινό. Όταν scoreάρει ξανά θα είμαστε από τους πρώτους που θα χειρικροτήσουν.