Heavy breathing
Είναι black, heavy, mean και δαγκώνει αυτιά. Τι είναι; Δεν είναι ο Mike Tyson. Του Άρη Καραμπεάζη
Παρότι την τελευταία δεκαπενταετία όχι μόνο επεδίωξε αλλά και κατάφερε το crossover ως έννοια, αφορμή και ψευδαίσθηση να καταστήσει τον φαινομενικά ακραίο και σκληρό ροκ ήχο ισότιμο μέλος της pop κουλτούρας. Παρότι κατέληξε τελικά να εκφυλίσει την αυθεντική δυναμική του ακραίου ήχου, μέσα από αστειότητες του τύπου Bullet For My Valentine ή και Slipknot παλιότερα, η αίσθηση της απουσίας ενός πραγματικά σπουδαίου γκρουπ, που δεν θα διστάζει να είναι απόλυτα ωμό, γρήγορο, βίαιο και επιθετικό, χωρίς καραγκιοζιλίκια, μάσκες, μασκαραλίκια και σκηνοθετημένη ζωή, όπως υπήρξαν οι Τιτάνες Pantera (αφού σώθηκαν από το glam metal...) στο πρώτο μισό της δεκαετίας του '90, γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Υπήρξαν βέβαια κάποιες ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, τύπου Mastodon και The Dillinger Escape Plan... αλλά για κάποιο "περίεργο" λόγο χαντακώθηκαν όλοι τους στις παγίδες της ψυχεδέλειας και της progressive ανοιχτωσιάς. Οι Black Breath, όπως πολύ σωστά έχει ήδη επισημανθεί, καλούνται να καταφέρουν αυτό που δεν ολοκλήρωσαν τελικά οι Municipal Waste, που προς στιγμή πιστέψαμε ότι θα συνεχίσουν το "θεάρεστο" έργο της παρέας του Phil Anselmo.
Τα επιμέρους είδη που υφίστανται την crossover περίπτυξη εν προκειμένω είναι πρωταρχικά το thrash metal (που σκελετώνει τις συνθέσεις των Black Breath), κατόπιν το death metal (που οδηγεί τα ριφ τους ακόμη μακρύτερα) και ασφαλώς το punk στις hardcore διαστάσεις αυτού, που ούτως ή άλλως ποτέ δεν υπήρξε αδιάφορο για τους πιο αξιόπιστους εκπροσώπους των ανωτέρω. Τίποτε το πρωτότυπο θα μου πεις, αλλά και τόσο δύσκολο παράλληλα να καταφέρεις να μην ακούγεσαι τυπικά γρήγορος και βίαιος όταν επιλέξεις τις εν λόγω μουσικές φόρμες. Οι Black Breath είναι πάνω από όλα μια βαρβάτη rock 'n' roll μπάντα, που παρότι αφομοιώνει και εξελίσσει μουσικές φόρμες, στέκεται ολοφάνερα απεξαρτημένη από αυτές, δεν ενδιαφέρεται αν θα καταταχθεί μετά από είκοσι χρόνια στους μεγάλους του thrash, του death ή κάθε άλλου ιδιώματος φανατικών. Γράφει, παίζει και ηχογραφεί με την "χωρίς αύριο" συναίσθηση που έχει καταστήσει αειθαλώς αξιόπιστες φαινομενικά χύμα μπάντες όπως οι Motorhead.
Λίγο πριν το τέλος του δίσκου, παραδίδουν μάλιστα εντυπωσιακά μαθήματα southern metal ρυθμολογίας, με ένα thrash boogie, που ξαφνιάζει ασφαλώς ακόμη και τον πιο τολμηρό ακροατή μετά από το σφυροκόπημα που έχει προηγηθεί. Άλλωστε αμέσως πριν το Fallen το πιο παρανοϊκό και αναρχικά δομημένο κομμάτι του δίσκου, έλαβε τέλος με μία ξερή μονοκόματη κραυγή, περισσότερο πρωτόγονη και ειλικρινή από κάθε ανάλογη και πατενταρισμένη από τους death μπροστάρηδες που επιδιώκουν φιλότιμα να τρομοκρατήσουν το κοινό τους, από φόβο μην τους εγκαταλείψει.
Σε επίπεδο εκτέλεσης τα πάντα κινούνται στα άκρα και όλοι βαράνε στο "κόκκινο". Ο Kurt Ballou, γνωστός από τους extreme metallers Converge, στη θέση του παραγωγού και μηχανικού ήχου, επιλέγει σαφώς να μην χαλιναγωγήσει, αλλά αντίθετα να τονώσει την πώρωση όλου αυτού του όχλου. Ασφαλώς δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι το μεγάλο ατού των Black Breath σε σχέση με όσους προηγήθηκαν αυτών είναι η παντελής αδιαφορία τους στην "περί αυτισμού" συνήθεια/βίτσιο όλων των σοφιστικέ σκληρών σχημάτων να προσδίδουν μία αόριστα math διάσταση στη δομή και την ανάπτυξη των συνθέσεων τους. Είπαμε. Εδώ έχουμε καθαρό και ελεύθερο rock 'n' roll. Χωρίς καμία ακαδημαϊκή συνείδηση.
Όλα τα υπόλοιπα έρχονται απλά και συγκλονιστικά. Μια ανατριχιαστική death μελωδία ως opening, ανελέητο πριόνιασμα στη συνέχεια, εξοντωτικά φωνητικά χωρίς διακοπή, thrash ριφάκια και death ξαδελφάκια τους σε πολλές χιλιάδες στροφές και ως τελικό αποτέλεσμα ένα άλμπουμ που δεν ακούγεται προκατασκευασμένο ή στυλιζαρισμένο ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Αν προσθέσεις και τη σημειολογία της ύστερης καταγωγής (Seattle η έδρα τους πλέον) έρχεσαι αντιμέτωπος με μία μπάντα που μόλις με το ντεμπούτο της (έχει προηγηθεί μόνο ένα EP) δίνει σαφείς υποσχέσεις για να βάλει εκ νέου τον σκληρό ήχο στο παιχνίδι του mainstream, επάνω σε αυθεντικά ψυχωμένες βάσεις, με απόλυτη αξιοπιστία και ανεξάρτητο ήθος, χωρίς εφηβική διάθεση και ασφαλώς χωρίς να αποτελούν μαριονέτες της βαριάς μουσικής βιομηχανίας.
Τα σημάδια δείχνουν ότι οι παραδοσιακές φυλές του metal αρνούνται και είναι ακόμη επιφυλακτικές στο να δεχτούν τους Black Breath ως ατόφιο κομμάτι της κουλτούρας τους. Όπως εύστοχα έγραψε και το Mojo όμως (ή μήπως το Zero Tolerance...), είναι μάλλον απίθανο μία παραδοσιακή metal δύναμη ή έστω κάποιοι πιστοί στην παράδοση νεομέταλ παρίες, να ξεπεράσουν αυτό το άλμπουμ-επίτευγμα. Παραλίγο είκοσι χρόνια καθυστέρηση για το άξιο sequel του Vulgar Display Of Power, τελικά όμως οι Black Breath κατάφεραν να δώσουν την οριστική γροθιά και στη δεξιά πλευρά του προσωπείου του σκληρού ήχου πριν κλείσει ο κύκλος δύο δεκαετιών. Δίσκος που κινείται από αυθεντικό ένστικτο και μας εξαναγκάζει να ανιχνεύσουμε το πρόγραμμα της περιοδείας τους μέχρι το τέλος της χρονιάς.