Ants from Up There
Με τίτλο που θυμίζει ...Κώστα Χατζή (όταν κοιτάς από ψηλά, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι) το πολύφερνο σχήμα των ημερών επιστρέφει με νέο δίσκο και νέο ύφος. 'References, references' υπάρχουν ωστόσο ακόμη άφθονες. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Πόσες φορές, τώρα πια, γυρίζεις πίσω για να ακούσεις και να ξανακούσεις με προσμονή ένα άλμπουμ; Πόσες φορές νιώθεις τη μουσική να «σου τη φέρνει» και να περνάει μέσα σου, πριν ο έμπειρος εσύ, ως συνήθως, έχεις προλάβει να τρυπώσεις μέσα της για να την εξερευνήσεις πρώτος; Και πόσες ακόμα φορές πιάστηκες ευάλωτος σε ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα που μάλλον έχεις ξεχάσει; Τώρα, αν μου πείτε, τι σχέση έχουν όλα αυτά με το “Ants from Up There”, θα σας απαντήσω απλά ότι αποτελούν τον πυρήνα του.
Όταν φτιάχνεις, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, τη λίστα με τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς, δεν είσαι σε θέση να αποτυπώσεις με ακρίβεια τις επιθυμίες σου, κυρίως επειδή κάποιοι δίσκοι δεν έχουν προλάβει να «κατακαθίσουν» μέσα σου. Έτσι, είναι ωραίο να γυρνάς πίσω και να επαναπροσδιορίζεις τα πάντα. Αυτό ακριβώς μου συνέβη και στην περίπτωση του “For the First Time”, και δεν ήταν η πρώτη φορά που μου… ξανασυνέβαινε. Στην υποτιθέμενη τελική λίστα μου βρισκόταν κάπου στη μέση, αλλά μέσα στον περασμένο μήνα, όταν ολοκληρώθηκαν τα ακούσματα της χρονιάς, στρογγυλοκάθισε στην κορυφή. Κι έτσι, μόνο ανέτοιμος δεν πιάστηκα στο “Ants from Up There”.
Αυτός ο δεύτερος ολοκαίνουργιος για τους Black Country, New Road δίσκος (ή να τον ονομάσω ακριβέστερα «άλμπουμ»;) έρχεται έναν ακριβώς χρόνο μετά το ντεμπούτο τους, αλλά έχει κάτι από το παλιό μεγαλείο και την υπερχειλίζουσα ευαισθησία - αυτοσκοπό των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Εκείνη που δε σε αφήνει να είσαι απλός ακροατής, αλλά που, θέλοντας και μη, σε κάνει να συμμετέχεις. Και να νιώθεις. Όχι τις καταστάσεις ή τα συναισθήματα που περιγράφονται με τα λόγια, αλλά γενικότερα όσα γνωστά ή άγνωστα σου αποκαλύπτονται.
Κι όλα αυτά από μια μπάντα με το όχι και τόσο ιντριγκαδόρικο όνομα Black Country, New Road, με επτά (και ήδη έξι) μέλη που, κρίνοντας από την απίστευτα ώριμη μουσική που παίζουν, θα έλεγες πως σίγουρα έχουν σβήσει εξήντα περίπου κεράκια γενεθλίων, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν τα μισά, με τον κάθε άλλο παρά τεχνικά άριστο τραγουδιστή Isaac Wood να παραδίδει μαθήματα ερμηνείας και να φτιάχνει ιστορίες μέσα από καθημερινές και ορατές μόνο στα μάτια των ποιητών στιγμές, που συνήθως καταλήγουν αδιέξοδες και, προφανώς, σχετίζονται με τα ψυχολογικής φύσεως θέματα που επικαλέστηκε ως λόγο της αποχώρησής του. Δεν είναι όμως ώρα να πούμε ποια θα είναι η επόμενη μέρα των Black Country, New Road χωρίς τα σπαρακτικά φωνητικά του Isaac, που μεταπηδούν αβίαστα από τον Peter Hammill στον David Byrne κι από εκεί στον Jarvis Cocker. Σημασία έχει ότι εδώ είναι ακόμα παρόντα και μάλιστα πιο καίρια και μεστά, από ό,τι στο ντεμπούτο τους.
Τι άλλο όμως έχουμε εδώ; Μα φυσικά, συγκλονιστική μουσική. Μουσική που περικλείει πολλούς μικρόκοσμους, που απορείς πότε πρόλαβαν τα μέλη των Black Country, New Road να εμπεδώσουν και να αποδώσουν τόσο επιτυχημένα. Κατά κάποιον τρόπο, ακούγεται λογικό να πιστεύει κάποιος ότι ανάλογου μελοδραματικού είδους ευφυείς προσεγγίσεις έσβησαν ουσιαστικά μαζί με τις τελευταίες πνοές των 80s. Κι όμως, εδώ ξαναζούν. Επώδυνες και αναγωγικές μαζί, όπως τότε. Όσοι πιστεύαμε πως θα έχουμε μια λίγο - πολύ φυσική συνέχεια του ύφους του ντεμπούτου, διαψευστήκαμε εν μέρει. Υπάρχει μεν σταθερά ως υπόβαθρο η δεδομένη jazz δομή και φιλοσοφία, συχνά αναγνωρίσιμα μεταμφιεσμένη ως post-rock, μόνο που τώρα δε συνοδεύεται από το επίθετο “free”, αλλά ενδίδει σε πιο παραδοσιακές φόρμες, εγκολπώνοντας chamber pop, math rock και klezmer επιρροές, τις οποίες σήμερα, για να γίνεις αντιληπτός, πρέπει να τις προσδιορίσεις ως “experimental’, ενώ κάμποσα χρόνια πριν δε χρειαζόταν να πεις τίποτα παραπάνω. Οι ίδιοι περιγράφουν το νέο τους άλμπουμ ως «λυπητερό, επικό και πιθανώς πιο αρεστό στο ευρύ κοινό» κι εγώ δε θα διαφωνήσω μαζί τους, μόνο που θα πρόσθετα ότι πάνω από τα μουσικά αυτά «είδη» είναι πρωτίστως ένα ταξίδι συναισθημάτων, που ξεκινούν ως προσωπικά, για να καταλήξουν όμως συλλογικά, μέσω της «μαγείας» που μόνο η ποιοτική μουσική μπορεί να εκπέμψει.
Παρακαλώ, κάνετε το πείραμα. Προσπαθήστε να το ακούστε αποστασιοποιημένα και θα δείτε πως δε θα μπορέσετε. Κι ύστερα προσπαθήστε να βάλετε σε «κουτάκια» αυτό που ακούσατε και δείτε τι θα αποκαλυφθεί μπροστά σας. Δεν εννοώ να κάνετε μια αντίθετη προς τον πυρήνα κάθε μορφής τέχνης συγκριτική ή αναλυτική διαδικασία τύπου «καλολογικών στοιχείων», που μέσα σε πλήρη τραγικότητα γνώρισαν οι παλιότεροι. Αυτό που θέλω να πω είναι να ρίξετε μια ματιά στο τι αυτή η μουσική μπορεί να περικλείει, όχι για να την εντάξετε σε κάτι, αλλά για να την εκτιμήσετε αληθινά. Άλλωστε, δε μετράνε ούτε στο ελάχιστο οι επιρροές σου, αν δε μπορείς να τις μετουσιώσεις σε κάτι, αν όχι καινούργιο, συγκινητικό. Και ολόκληρη η μουσική του “Ants from Up There” είναι κατ’ εξοχήν συγκινησιακά φορτισμένη.
Με αυτήν και μόνο την προϋπόθεση, μπορώ να πω πως στο "Chaos Space Marine" φαντάζομαι τον David Bowie να κάνει ντουέτο με τον όψιμο Peter Hammill, έχοντας ως backing vocals τους Prefab Sprout, στο "Concorde" ακούω κάτι από την indie-folk και την alt rock των My Morning Jacket, στο "Bread Song" ακούω τα 60s των Tindersticks και βλέπω τον Tim Buckley να παρακολουθεί διακριτικά, στο "Haldern" φαντάζομαι πώς θα ακούγονταν οι This Mortal Coil on jazz acid και οι Pulp αν είχαν το μινιμαλισμό του “Koyaanisqatsi”, όπως συμβαίνει και στο ανατριχιαστικά μεγαλειώδες "Snow Globes" που παίζει κυριολεκτικά το ρόλο του “Maximizing the Audience”, αλλά και στο αφιερωμένο στον χαμένο από την πανδημία θείο του Lewis Evans "Mark's Theme", το βγαλμένο μέσα από το φλάουτο της σκηνής του Canterbury πολυεπίπεδο "The Place Where He Inserted the Blade" και το έπος σε τρία μέρη "Basketball Shoes”.
Διάφοροι επίδοξοι μουσικοί μελλοντολόγοι, ποντάροντας στο ότι ο Isaac δε θα επιστρέψει, έσπευσαν ήδη να μιλήσουν για το απόγειο των Black Country, New Road. Όσοι όμως από εμάς ακούμε τους αυτόκλητους αυτούς προφήτες, αλλά δε ρίχνουμε τα ταρώ, δεν παίζουμε πασιέντζες στον υπολογιστή και δεν ξημεροβραδιαζόμαστε πάνω στην ανούσια πλευρά της στατιστικής, αφού κλείσουμε τα μάτια και ξεφυσήξουμε, απλά θα πατήσουμε για μια ακόμα φορά το repeat. Τι να πεις τώρα; Τέτοιοι δίσκοι, τέτοια άλμπουμ ήθελα να πω, δεν τα ακούς και συχνά στις μέρες μας. Αλήθεια, υπάρχει κάποιος που (ακόμα κι εδώ) θα θυσιάσει το τώρα για να ζήσει το αύριο;