Forever Howlong
Το πρώτο μετέωρο βήμα σε νέους δρόμους... Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Δεν ήταν λίγες οι φορές που εκ των υστέρων μάθαμε πόσο κομβική για τη δημιουργία καθεαυτή, αλλά και την ίδια την ύπαρξη ενός συγκροτήματος, ήταν η συμμετοχή ενός συγκεκριμένου μέλους. Κι άλλες τόσες εκείνες που είδαμε αρκετά να πελαγοδρομούν ή να διαλύονται, στις περιπτώσεις που αυτό εγκατέλειψε τη μπάντα. Θυμηθείτε τι έγινε στους Pink Floyd, Genesis, The Doors και Soft Machine, για να αναφέρω κάποιες ανάλογες περιπτώσεις από το πάνω ράφι του παρελθόντος. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο μουσικό αυλάκι, μέχρι να φτάσουμε στις 31 Ιανουαρίου του 2022, όταν μάλλον αναπάντεχα ο τραγουδιστής και κιθαρίστας των Black Country, New Road Isaac Wood αποφάσισε ή αναγκάστηκε, δεν έχει και πολλή σημασία, να τους αποχαιρετήσει, τέσσερις μόλις ημέρες πριν κυκλοφορήσει ο δεύτερος δίσκος τους.
Μέχρι τότε η μπάντα είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο της “For the First Time” και το “Ants from Up There”, δύο εκπληκτικά άλμπουμ που σπάνια συναντάς τα τελευταία χρόνια, κερδίζοντας άμεσα την εκτίμηση κοινού και κριτικών. Κι ενώ όλα έμοιαζαν ονειρικά, μέσα σε μια στιγμή οι BC,NR κλήθηκαν να συνεχίσουν τις υψηλές πτήσεις, μη διστάζοντας αρχικά να εξωτερικεύσουν την αγωνία τους για το μέλλον. Κατά πάσα πιθανότητα και προκειμένου τα εναπομείναντα μέλη να βρουν χρόνο για να ανασυνταχθούν, κυκλοφόρησαν το ζωντανά ηχογραφημένο “Live at Bush Hall”, που πέτυχε το καλύτερο δυνατό: να κρατήσει την ελπίδα ζωντανή μέχρι την επόμενη στούντιο ηχογράφησή τους. Κάπως έτσι, φτάσαμε με ανυπομονησία στο “Forever Howlong”, που κυκλοφόρησε στις 4 Απριλίου.
Οι BC,NR είναι πλέον το σεξτέτο που αποτελούν οι Tyler Hyde, Georgia Ellery, May Kershaw, Lewis Evans, Charlie Wayne και Luke Mark. Μετά την αποχώρηση του Wood και την οπισθοχώρηση του Evans, τα φωνητικά ανέλαβαν κατ’ ισομοιρία οι τρεις κοπέλες, χωρίς -κατά τη γνώμη μου- να σημειωθεί καμία πρόοδος. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η αλλαγή αυτή αποδεικνύεται επιβαρυντική για το τελικό αποτέλεσμα, όχι τόσο λόγω των ατελειών του τρόπου ερμηνείας που και οι τρεις επέλεξαν, όσο λόγω του ότι στον δίσκο αυτό τα φωνητικά βρίσκονται διαρκώς σε πρώτο πλάνο αφήνοντας τη μουσική να μας κρυφοκοιτάζει από πίσω. Κάτι καθόλου παράξενο, αφού από τις συνεντεύξεις μελών τους μπορεί εύκολα κάποιος να σχηματίσει την εντύπωση ότι θεωρούν τις ιστορίες που διηγούνται σημαντικότερες από τη μουσική με την οποία τις ντύνουν. Κι ίσως αυτό θέλησαν να «καλύψουν» με την επιλογή στο πόστο του παραγωγού του «ευέλικτου» Μίδα James Ford, που γνωρίζει καλά να κρατά ισορροπίες.
Το υλικό που πήρε στα χέρια του ο Ford ήταν προϊόν τριετούς αναζήτησης, κατά την οποία το γκρουπ έπρεπε να αποφασίσει ποιο δρόμο θα ακολουθούσε. Βλέπετε, η σκέψη να συνέχιζε στην (αληθινά υπέροχη και προς το παρόν αξεπέραστη) πεπατημένη είχε πρόωρα εγκαταλειφθεί, για λόγους που καθένας μπορεί αυθαίρετα υποθέσει, με την Hyde να δηλώνει -καθόλου εύστοχα και με κάποια δόση αχαριστίας- στο Rolling Stone UK: «Δεν ήθελα να ξοδεύω άλλο το χρόνο μου με αυτά τα τραγούδια». Ερμηνεύοντας τη δήλωση αυτή, μπορούμε να καταλήξουμε στο ότι είτε θεώρησε πως η συγκεκριμένη φάση είχε ολοκληρωθεί, είτε ότι πίστευε πως είχε κάτι καλύτερο να δώσει. New Road, λοιπόν. Ας τον περπατήσουμε.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι επικεντρωμένο στην indie και την chamber-folk αλλά και τη baroque pop, με την επιρροή της Joanna Newsom να γίνεται άμεσα αντιληπτή. Αυτό στην πράξη πράγματι σηματοδοτεί την αποστασιοποίησή τους τόσο από τη free-form rock σκηνή που άνθισε στη Βρετανία στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όσο και από την αναντίρρητη jazz δομή και φιλοσοφία, που μέχρι τώρα αποτελούσε τον άξονα της δημιουργίας τους. Στα έντεκα τραγούδια του νέου δίσκου δε θα βρείτε πειραγμένες παραδοσιακές φόρμες, ούτε έξυπνες αναφορές (πλην μιας περίπτωσης) στα ‘70s, το math-rock και το post-rock. Μαζί τους μοιάζουν απόμακρες και οι δεδομένες ως τώρα διακριτικές μεν αλλά πειραματικές τάσεις που έτρεφαν το στοιχείο του αναπάντεχου σε μερικές συνθέσεις τους, βγάζοντας ωριμότητα δυσανάλογη με την ηλικία των μελών τους. Τα νέα τραγούδια δεν έχουν τη δύναμη να σε «αρπάζουν» όπως όλα των προηγούμενων δίσκων, αλλά σε αφήνουν απλά να τα ακούσεις, ελπίζοντας να τα νιώσεις ως μέλος μιας συναισθηματικής ή (και) βιωματικής κοινότητας ,θεωρητικά ανάλογης με τη sisterhood που οι τρεις κοπέλες περήφανα διατρανώνουν ότι έχουν.
Με άλλα λόγια, χωρίς έκπληξη ή υποτιμητική διάθεση, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει την άποψη ότι οι BC,NR έγραψαν έναν δίσκο με μουσική για τη μη mainstream γενιά τους, χωρίς όμως να είναι δυνατό να αγνοήσει το ότι προγενέστερα είχαν κυκλοφορήσει δύο άλμπουμ που μιλούσαν με την ίδια αμεσότητα σε ανθρώπους κάθε ηλικίας. Κι αυτό ήταν ένα τεράστιο και ιδιαίτερα σπάνιο επίτευγμα, που πλέον μοιάζει χαμένο στο βάθος του ορίζοντα. Εντάξει, θα βρείτε κι εδώ alt-rock, τη μελοδραματική μινιμαλιστική πλευρά του Philip Glass, το πνεύμα και τον τρόπο ερμηνείας της Kate Bush (σαφώς όμως υποδεέστερο), μέχρι και prog-folk, μόνο που οι προσεγγίσεις τους δεν είναι πια ευφυείς, αλλά μάλλον προβλέψιμες και απλουστευμένες, σε σχέση με όσα μας είχαν συνηθίσει. Από την άλλη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι επίπεδες, φανερώνουν ότι το συγκρότημα δε δείχνει ακόμα κατασταλαγμένο στη νέα πορεία που επέλεξε να ακολουθήσει.
Η άποψη ότι το “Forever Howlong” θα περνούσε απαρατήρητο αν ήταν το ντεμπούτο τους, ακόμα κι αν ήταν ορθή, όχι μόνο θα ήταν άστοχη ως υποθετική και αβάσιμη, αλλά διαψεύδεται από την μέχρι τώρα υποδοχή που του έχει επιφυλαχθεί από την πλειοψηφία των κριτικών. Όμως το ότι στον δίσκο αυτό οι συνθέσεις υπολείπονται σημαντικά εκείνων του παρελθόντος είναι κάτι που κατά τη γνώμη μου δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, είτε εδράζεται στην αμηχανία της μπάντας, που αναγκάστηκε να αλλάξει μουσική πορεία, είτε στην αποχώρηση της ηγετικής φυσιογνωμίας της που συνέβαλε στην απογείωση των δυνατοτήτων της. Το ποια εκδοχή είναι σωστή θα φανεί στον επόμενο δίσκο. Αν αυτός -ανεξαρτήτως μουσικού ύφους- είναι πραγματικά καλός, τότε επιβεβαιώνεται η πρώτη. Αν όμως κινείται σε ανάλογα απομακρυσμένα από το ποιοτικό παρελθόν επίπεδα, η απουσία του Isaac Wood θα δώσει την απάντηση, βροντοφωνάζοντας αυτό που κατά βάθος όλοι εμείς που τους λατρέψαμε δε θέλουμε να ομολογήσουμε.