1
Σαν να κοιτάζεις παλιά φωτογραφία αγαπημένου προσώπου... Ο Άρης Καραμπεάζης επιστρέφει στον πρώτο δίσκο ενός συγκροτήματος που το αισθανόμαστε τόσο δικό μας.
Κάπου έχουμε μπερδευτεί με τις επετείους, έτσι δεν είναι; Γιορτάζουμε τα 20 εκεί γύρω στα 19 και το ροκ αντί να κρύβει την ηλικία του προτιμάει να την προτάσσει μπας και κρατηθεί στην όποια επικαιρότητα. Ή τέλος πάντων, πάντοτε χρειάζεται να υπάρχει μία αφορμή. ‘Πως τολμάς και νοσταλγείς τσόγλανε’, είπε και λέει ο Αγγελάκας εδώ και χρόνια, αλλά η φάση πλέον είναι ‘Πως τολμάς και δεν νοσταλγείς τσόγλανε’ ή έστω ‘Δεν θα σε αφήσουμε στιγμή σε ησυχία και χωρίς νοσταλγία’. Δεν έχει και τόσο σημασία όμως αυτό, μια μέρα όλοι θα πεθάνετε. Άλλα πράγματα έχουν σημασία και θα έπρεπε να μας απασχολούν νυχθημερόν. Όπως για παράδειγμα το προαιώνιο και αναπάντητο (για εσάς)- απαντημένο (για εμένα) ερώτημα: είναι ο πρώτος δίσκος κάθε συγκροτήματος ο καλύτερος του;
Οοοοοοοοοοοοχι δεν είναι. Πλάκα μας κάνεις δηλαδή; Όχι απαντώ κι εγώ με τη σειρά μου, αλλά τέλος πάντων ας τροποποιήσω την ερώτηση κάπως. Είναι ο πρώτος δίσκος κάθε συγκροτήματος μετά την έκρηξη του punk ο καλύτερος του; Εδώ θα έπρεπε ίσως να σκεφτούμε κάπως καλύτερα την απάντηση μας, γιατί ναι μεν οι Beatles, οι Rolling Stones, ο David Bowie κ.λ.π. πήραν πραγματικά μπρος μετά από πολλές εκκινήσεις, αλλά οι Sex Pistols (εντάξει δεν βγάλανε δεύτερο, ψιλοπράγματα), οι Joy Division, οι Banshees και δεν ξέρω κι εγώ ποιος άλλος μια χαρά μας τα είπανε και με την πρώτη φορά. Μη περάσουμε στην επόμενη φάση και μιλήσουμε για περιπτώσεις τύπου Suede κλπ. Και αν η έννοια ‘καλύτερος’ είναι τελικά λάθος, μήπως λέγοντας ‘σπουδαίος’ εννοούμε τελικά ‘ψυχωμένος’. Ποιος το ξέρει;
Βασικά ήθελα απλώς να βρω μια έστω και λάθος αφορμή για να υποστηρίξω ότι το πρώτο άλμπουμ των The Black Heart Procession είναι ο καλύτερος τους δίσκος. Και αυτό δεν είναι κάτι τόσο εύκολο να ειπωθεί σε τούτο εδώ το site που με κάθε άλλο παρά αδιαφανείς διαδικασίες ανακήρυξε πριν λίγα χρόνια το The Spell, δηλαδή τον έκτο τους δίσκο, ως τον καλύτερο δίσκο των 00s (αν κρίνω από το νο. 2 βέβαια, τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι και χειρότερα).
Η αλήθεια – να λέγεται βέβαια- είναι ότι δεν υπάρχουν δα και αξεπέραστες διαφορές και διαφοροποιήσεις σε κάθε επόμενο άλμπουμ των ωραίων αυτών τύπων από το San Diego, τουλάχιστον όσον αφορά την αισθητική, εν πολλοίς και ως προς την ποιότητα, αν όχι των επιμέρους συνθέσεων, τουλάχιστον του γενικού συνόλου, στο οποίο έχουμε μάθει να αρκούμαστε στις ακροάσεις μας εδώ και αρκετά χρόνια. Αυτό που μάλλον διαφοροποιεί όμως το 1 σε σχέση με τις υπόλοιπες δουλειές τους (κυρίως από το Amore Del Tropico και μετά, τον μόνο ίσως ακόμη και αδιάφορο δίσκο τους) είναι ότι εδώ υπάρχει έντονη- όσο και γοητευτική- η αίσθηση τριών (τότε) ανθρώπων που κάπου, κάπως βρέθηκαν μεταξύ τους και ηχογράφησαν ένα ανέλπιστο αριστούργημα, έχοντας την αίσθηση ίσως ότι δεν υπάρχει κανένα μέλλον μετά από αυτό. Είτε ως γκρουπ, είτε ο καθένας ξεχωριστά, είτε πολύ περισσότερο για τα ίδια τα τραγούδια του αριστουργήματος. Γενικώς no future, αλλά όχι με την μηδενιστική πανκ έννοια που έχουμε συνηθίσει. Έλλειψη μέλλοντος ακριβώς επειδή κανείς δεν έχει τη διάθεση να ασχοληθεί μαζί του, περισσότερο ως παραίτηση παρά ως στόχευση.
Απολύτως επιβεβαιωτικό του παραπάνω ούτως ή άλλως αυθαίρετου ισχυρισμού μου είναι το Even Thieves Couldn’t Lie, όπου αμέσως μετά το πρόωρα συναρπαστικό Release My Heart, διηγείται μια ιστορία με τόσο έντονο αυτό το στοιχείο της παραίτησης, που αρνείται ακόμη και να μετατραπεί σε ταπείνωση. Τις ιστορίες καλομηξυρισμένων παλιάτσων του τύπου Father John Misty αν τυχόν τις συγκρίνεις με ό,τι συμβαίνει εδώ, θα ντραπείς ακόμη και να τις διηγείσαι σε νήπια για να κοιμούνται το βράδυ.
Πιάνο, κιθάρες και φωνητικά βολοδέρνουν στο τραγούδι σχεδόν αυτόνομα, όλοι αρνούνται μία έστω και τυπική ενορχήστρωση και το Μεγάλο Αμερικάνικο Τραγούδι για μία ακόμη φορά ξαναγράφεται από τους κατά βάση ξεγραμμένους. Τα ίδια περίπου μας έκαναν τότε και τύποι σαν τον Will Oldham και μας υποχρέωναν να απασχολούμαστε μαζί τους περισσότερο από όσο θα έπρεπε. Πέντε σχεδόν λεπτά άσκοπης περιπλάνησης σε έναν εσωτερικό κόσμο που αντί για τη συνήθη θλίψη, και την συνεπακόλουθη γοητεία αυτής, εδώ κυριεύεται από μία μάλλον αμήχανη μονοτονία. Όποιος τυχόν αντέχει παραμένει, όποιος τυχόν βαριέται θα ανταμειφθεί στα επόμενα τεύχη της δισκογραφίας των Black Heart Procession, όπου και το αίμα θα βαφτεί κόκκινο και μάχαιρα θα δώσεις και μάχαιρα θα λάβεις και όλα τα κλισέ που τους έφεραν μέχρι και τις τηλεοπτικές μας οθόνες.
(Αμέσως μετά τολμούν και βάζουν αυτό που μέχρι σήμερα θεωρώ μεταξύ άλλων το καλύτερο τους τραγούδι, καθώς στην προκρούστεια λογική κάθε συγκροτήματος που ξέρει και αναδεικνύει τις αρετές του εξαντλώντας τις, οι Black Heart Procession έχουν το σθένος να ισοσκελίζουν το Blue Water- Black Heart σε συναισθηματικά αντίβαρα που περισσότερο ξύνουν, παρά ανοίγουν πληγές. Δεν ξέρω γιατί τα έβαλα σε παρένθεση όλα αυτά, πίστευα ότι θα γράψω λιγότερα μάλλον.).
Και τι θα ήταν οι δίσκοι άραγε δίχως τα εξώφυλλα τους; Το πιθανότερο εδώ που τα λέμε είναι ότι θα ήταν και πάλι δίσκοι και δεν θα έχαναν στο ελάχιστο από την κρίσιμη σημασία που ασκούν στη ζωή όσων παρασύρονται από δαύτους. Επειδή όμως δεν είμαστε εδώ τώρα για να γκρεμίσουμε και τη μυθολογία των εξώφυλλων, δεν θα ήταν άστοχο να επισημάνουμε ότι για πρώτη και τελευταία φορά (μέχρι σήμερα, κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει) οι Black Heart Procession κατάφεραν και συντόνισαν την συνειδητά ευνουχισμένη ένταση της μουσικής τους με την πρώτη εικόνα αυτής προς τον υποψήφιο ακροατή/αγοραστή της. Παρακάτω νομίζω ότι κάπου βρέθηκαν σε σύγχυση εκεί με τα διάφορα κομιξοειδή αναμασήματα της ροπής τους προς την δύστροπη πλευρά του ανθρώπινου ψυχισμού. Αντίθετα εδώ πρόωρα παρέδωσαν στο ασύντακτο ακόμη τότε κοινό τους μία εικόνα τόσο ήρεμη, που καταλήγει να είναι ανυπόφορα έντονη, για όποιον τυχόν επιμένει να κρατάει στα χέρια του εξώφυλλα δίσκων, την ώρα που ακούει το περιεχόμενο τους.
Μέσες άκρες και για να μην τα πολυλογούμε – παρότι πολύ μας αρέσει – το 1 είναι ένας (....) δίσκος που συνεχίζει όπως ξεκίνησε και τελειώνει όπως περίπου είχε συνεχίσει. Χωρίς εκπλήξεις, ανατροπές, κρυφούς άσους στο μανίκι και μηνύματα στο υποσυνείδητο. Λέγεται ότι οι σπουδαίοι δίσκοι είτε διακατέχονται από μία συνεχή ένταση, η οποία δεν κοπάζει ποτέ ακριβώς για να μη μειώσει την σπουδαιότητα τους, είτε αρνούνται πεισματικά την οποιαδήποτε ένταση και το κάθε φθηνό συναισθηματικό κρεσέντο, ακριβώς για να μη δώσουν την εντύπωση ότι επιδιώκουν να ακουστούν σπουδαίοι. Ποιοι το λένε τώρα, θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Στις μετέπειτα περίφημες δουλειές τους οι Black Heart Procession όχι απλώς δεν απέφυγαν τέτοιου είδους κρεσέντα, αλλά μετεξελίχθηκαν στους απόλυτους μάστορες του είδους, σε μια περίοδο που ούτως ή άλλως ο Nick Cave παραπατούσε ανάμεσα σε περασμένα μεγαλεία και του καιρού χαλάσματα.
Στον αμέσως επόμενο δίσκο τους ο Pal Jenkins έχει πράγματι μία αν όχι καλύτερη, τότε σίγουρα πιο πειστική, υποβλητική και λιγότερο κουρασμένη φωνή, την οποία δεν χρειάζεται να κρύβει κάπου στο βάθος των λοιπών τεκταινομένων. Στα εφτά και πλέον λεπτά όμως του αριστουργηματικά τιτλοφορημένου ‘A Heart The Size Of A Horse’ είναι που η φωνή του πραγματικά καταφέρνει να καταστήσει διάτρητο όχι μόνο το συναισθηματικό, αλλά ακόμη και το λογικό υπόβαθρο όσων αισθάνονται ως ακροατές ότι περισσότερο έρχονται αντιμέτωποι με αυτό που ακούνε, παρά συμμετέχουν σε μία τυπική διαδικασία ακρόασης για αδύναμους λύτες. Το ότι δεν μπαίνει καν στον κόπο να τραγουδήσει έστω και την υποτυπώδη μελωδία που κάθε τόσο χτίζεται και κάθε άλλο τόσο γκρεμίζεται στη διάρκεια του τραγουδιού δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι μόλις τελείωσε ο μόνος δίσκος των Black Heart Procession στον οποίο το ακορντεόν έχει περιοριστεί στο χώρο και το χρόνο που πραγματικά πρέπει να έχει, καθώς κάθε περαιτέρω χρήση πέραν αυτού, θα έπρεπε να έχει την ποινική αντιμετώπιση που από ένα σημείο και μετά είχε το μαντολίνο του Peter Buck στις ηχογραφήσεις των R.E.M.. Για όλα τα άλλα ακορντεόν του γνωστού ροκ κόσμου υπάρχουν και οι Wovenhand. Καλά να ‘μαστε να τους υποδεχτούμε και δαύτους.
Προς το παρόν να μην ξεχάσουμε να πούμε ότι το 1 των Black Heart Procession είναι ένας γνήσια αμερικάνικος δίσκος, που όμως δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ατόφια ευρωπαϊκή προϊστορία, στις παρυφές της οποίας γεννάται, στηρίζεται και αναφέρεται – έστω και υπόγεια- τόσο κατά τη δημιουργία του, όσο και μέχρι σήμερα η όποια ιδιαιτερότητα του. Δυο- τρία νούμερα διαφορά από το 4 του Scott Walker, ένα τσιγάρο δρόμος που λέγαμε και παλιά
Οι Αμερικάνοι Black Heart Procession εμφανίζονται την Πέμπτη 30 Μαρτίου στο Fix Factory Of Sound στη Θεσσαλονίκη και την αμέσως επόμενη ημέρα στο Fuzz Club στην Αθήνα. Δεν θα αρκεστούν στο να παίξουν ολόκληρο το παραπάνω ντεμπούτο άλμπουμ τους, αλλά και μόνο αυτό θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να αναμετρηθεί κανείς για μια φορά ακόμη με τις αντοχές του απέναντι τους.