Deadbeat Graffiti
Με τέτοιο όνομα και βάση στο Τέξας, έχει κανείς απορία τι μουσική παίζουν; Του Στέργιου Βολόγκα
Οι Black Pistol Fire είναι ένα εκρηκτικό ντουέτο με καταβολές από το Τορόντο του Καναδά αλλά σταθερή πλέον βάση στο Austin του Texas, όπου τα τελευταία και πιο δημιουργικά τους χρόνια ανέβηκαν από υπόγεια γκαράζ σε υπέργεια στούντιο και σε μεγαλύτερες σκηνές, παίζοντας δίπλα-δίπλα με τους ZZ Ward, τον Gary Clark Jr., τους Black Rebel Motorcycle Club, την Lucinda Williams και άλλους ευγενείς κυρίους και κυρίες.
Αισθάνομαι υποχρεωμένος να αναφέρω την «ζουμερή» και ενδιαφέρουσα ανάρτηση του Παναγιώτη Μπάρλα από το Fractal-Press online που έγινε στις 22/11/2011 στο Mic.gr, όταν ακόμα οι Black Pistol Fire βρίσκονταν στα αρχικά στάδια βγάζοντας το ομώνυμο πρώτο τους άλμπουμ, με μόνο εφόδιο την εμμονή τους στην αυθεντική rock-n-roll ενέργεια και την όρεξη να παίζουν ότι τους ευχαριστεί περισσότερο που γουστάρουν να το μοιράζονται.
Από τότε πέρασαν έξι χρόνια σκληρής προσπάθειας και πολύς ιδρώτας πάνω από τα κορμιά των Black Pistol Fire, οι οποίοι αν και προσπάθησαν να γίνουν από δύο τρεις, προσθέτοντας τουλάχιστον έναν μπασίστα, έμειναν τελικώς ντουέτο αφού συνεννοούνται καλύτερα σαν παλιοί συμμαθητές, με το αριστερό χέρι του ντράμερ Eric Owen στα live να «γίνεται» μπάσο για τις ανάγκες του ήχου.
Ο ήχος τους από το τραχύ «άγριο» feedback της κιθάρας του Kevin McKeown και το κοπάνημα στα ντραμς του Eric Owen, πότε με το ένα χέρι, πότε με τα δύο, πότε με χέρια-πόδια, μιμούμενος τις αρχέγονες πηγές του western swing, rockabilly, psychobilly, punk και sludgeabilly των συμπατριωτών τους Deja-Voodoo, πέρασε σε πιο country rock –blues hardcore περιβάλλον, αλλά πάντα με σκηνικό κάκτους, έρημο και γύπες (βλέπε εσώφυλλο).
Μετά το ομώνυμο άλμπουμ του 2011 έρχονται τα “Big Beat ‘59”(2012), “Hush or Howl”(2014) και “Don’t Wake the Riot”(2016), όπου από μόνοι τους οι τίτλοι φανερώνουν την οργή, την ακατέργαστη ενέργεια και την punk DIY ατμόσφαιρα που ξεχύνεται ανεξέλεγκτη από τα όργανα, τους ενισχυτές και την σκηνική δράση των μανιασμένων live εμφανίσεων του γκρουπ που τους κάνουν πραγματικά αγαπητούς στο νεανικό κοινό και όχι μόνο, αφού όσοι δεν έχουν χάσει ή δεν έχουν ξεχάσει τα μουσικά τους αρχέτυπα έχουν την ευκαιρία να «ζεστάνουν» λίγο τις φλέβες τους με αγνό υλικό.
Στο τέλος του 2017 τον Σεπτέμβριο κυκλοφορούν το “Deadbeat Graffiti” το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα στον φίλο μου Κώστα ο οποίος κάθε φορά μου που τον βρίσκω μου ζητά τρίλεπτα κομμάτια που θα τον κάνουν να ριγήσει. Έτσι του προτείνω το “Speak of the Devil” για live προσάναμμα εδώ. Ο δίσκος ανάβει άλλες 11 φωτιές, είτε βραδυφλεγείς, όπως το bluesy “Watch it burn”, το ελεγχόμενο “Bully” ή το “Lost cause” που χάνεται σιγά-σιγά μέσα στον κουρνιαχτό της ερήμου και τους κάκτους, είτε με θέματα που αγγίζουν τις χαμένες πόλεις των σκονισμένων αυτοκινητόδρομων του Texas και προσεγγίζουν γωνίες των Stokes, Raconteurs και το χαρούμενο garage των Hives.
Το “Deadbeat Graffiti” των Black Pistol Fire πάει να ξεφύγει από το σπηλαιώδες rockkkkk των πρώιμων χρόνων και συσσωρεύοντας ενέργεια, επιρροές και μελέτη σε γνωστικό επίπεδο πάει να ανταγωνιστεί το ροκ του μέλλοντος μας.