Land Of Demise
Το ζήτημα των ορίων μεταξύ αναβίωσης και πρωτογενούς δημιουργίας διατρέχει όλο το φάσμα της σύγχρονης μουσικής. Κι ας έχει βγει σε λίγα μόνο είδη το όνομα... Του Χάρη Συμβουλίδη
Με τραγούδια πρόθυμα να διηγηθούν ιστορίες για Καταραμένες Στρατιές, Πέτρινους Γίγαντες και Άρχοντες του Σκότους, ξέρεις πολύ καλά πού περπατάς μπαίνοντας στο Land Of Demise: σε μονοπάτια λαξεμένα στα μάρμαρα της πιο παραδοσιακής πλευράς της heavy metal κουλτούρας – αυτά που οι μυημένοι αποκαλούν άτυπα «τραντίσιο», για να τα ξεχωρίζουν από τα άλλα, τα αλτερνατιβοπαρμένα. Με τα οποία μπορεί να μην συνέβη τελικά η σύρραξη που κάποτε καραδοκούσε, όμως συνεχίζουν να θεωρούνται από αρκετούς (στην Ελλάδα από ακόμα περισσότερους) ως διαφορετικού παπά ευαγγέλιο. Μην το γελάτε, γιατί φτάσαμε κάπου/κάποτε μεταλλάδες να εκτιμούν τους ...Khruangbin. Ας μην ανοίξω όμως το στόμα μου.
Για τους Αθηναίους Black Soul Horde, βέβαια, ένα άλμπουμ σαν το Land Of Demise αποτελεί επόμενο φυσικό βήμα μετά το ντεμπούτο Tales Of The Ancient Ones (2013) και το split με τους Dexter Ward (2015): ήταν ήδη μια μπάντα βαπτισμένη στις μεγάλες στιγμές του κλασικού metal ήχου των 1980s· και τώρα αγγίζουν την τελειότητα στο πόσο καλά μπορεί να αναπαραχθεί αυτή η κληρονομιά, από επιγόνους που δρουν 35 και 40 χρόνια μετά από εκείνη την εποποιία.
«Και γιατί θα πρέπει λοιπόν να ακούσουμε ξανά μία από τα ίδια και τα γνωστά;», ίσως αναρωτηθεί κανείς. Αν αφήσουμε τα φανμποϊλίκια στην άκρη, πρόκειται για σοβαρό επιχείρημα. Και, πράγματι, θέτει «ταβάνι» απροσπέλαστο σε κάθε ανάλογη προσπάθεια. Με τον όρο όμως το ερώτημα να απευθύνεται στο σύνολο της επίκαιρης μουσικής παραγωγής που κοιτάει προς τα πίσω για έμπνευση· όχι δηλαδή να εκτιμούμε τις 1980s πιρουέτες της Dua Lipa και το όποιο post-punk revival σχήμα ξανασερβίρει παλιές συνταγές με σύγχρονη παραγωγή, αλλά να τα βάζουμε με γκρουπ σαν τους Black Soul Horde. Στο κάτω-κάτω και η δική τους παραγωγή (δουλειά του μπασίστα/κιθαρίστα τους Γιάννη Τσιακόπουλου), μια χαρά σύγχρονη είναι.
Στα δεδομένα πλαίσια στα οποία κινείται το Land Of Demise, οι Black Soul Horde γράφουν τα καλύτερα τραγούδια της οκταετούς ιστορίας τους, με τα κιθαριστικά σόλο του Κώστα Παπασπύρου να μετατρέπονται σε εστίες αλλεπάλληλων πυρκαγιών και τον Δημήτρη Κότση να τραγουδά φανταστικά, ενίοτε φέρνοντας κατά νου τον Rob Halford. "Soulships", "Lord Of All Darkness", "Troops Of The Damned" και "Stone Giants" αναδεικνύονται αιχμές στο δόρυ ενός συμπαγούς συνόλου, το οποίο τιμά ποικιλοτρόπως την κληρονομιά των Judas Priest, τον χαρακτηριστικό καλπασμό των Iron Maiden, το πνεύμα των Black Sabbath (εποχής Ozzy), αλλά και τη σκοτεινή επικότητα που διέκρινε τις καλύτερες US metal μπάντες.
Δεν αντιλέγω, όπως ήδη ειπώθηκε, ότι πρόκειται για αναβίωση ενός ήχου ο οποίος ήδη στέκει ως κλασικός ακόμα και για ανθρώπους που δεν υπήρξαν ποτέ θιασώτες του. Στον ρυθμό ωστόσο μιας εποχής που (δείχνει να) έχει καταργήσει πλήρως τις χρονικές αποστάσεις, επιθυμώντας να ζήσει ξανά και ξανά τις «μεγάλες» συγκινήσεις προηγούμενων δεκαετιών, λίγα περιθώρια υπάρχουν για να πετύχει κανείς πιο απολαυστική αναβίωση από αυτήν των Black Soul Horde. Όσοι λοιπόν αγαπούν το χατζη-μέταλ των 1980s, θα παίξουν πιστεύω το Land Of Demise όπως του αξίζει: στο repeat.