Blackbraid Ι
Από τα δασωμένα κορφοβούνια της Νέας Υόρκης ξεχύνεται με ορμή ένας μαυρομεταλλικός χείμαρρος. Πολλά "χλωμά πρόσωπα" του underground παραληρούν. Θα συντονιστεί άραγε και ο Χάρης Συμβουλίδης με το hype;
Σε ένα ξεχασμένο δάσος με ατέλειωτες συστάδες βελανιδιών, πεύκων και κώνειου, η φύση καμουφλάρει πράγματα που υπερβαίνουν τη λογική. Τα ρέματα, τα δέντρα, οι κουκουβάγιες και οι λύκοι δεν είναι απαραίτητα αυτά που φαίνονται, δηλαδή, αφού πίσω τους μπορεί να κρύβονται αρχέγονα πνεύματα και παλιοί θεοί –ελάχιστα ορατοί, μα ακόμα ισχυροί. Όποιος πατήσει λοιπόν στις εδώ εκτάσεις πρέπει να προσέξει πολύ τα βήματά του προκειμένου να του επιτραπεί να ενωθεί με το Ποτάμι του Χρόνου, ώστε να κουβαλήσει έπειτα τις μνήμες και τα όνειρα όσων ανθρώπων πέρασαν κάποτε από εκεί.
Όχι, δεν βρισκόμαστε στις σελίδες του Τόλκιν· ούτε αναζητούμε τα ξωτικά του λόρδου Ντάνσανι. Το σκηνικό που φιλοτεχνούν οι στίχοι του δίσκου Blackbraid I μας μεταφέρει στη βόρεια Αμερική και στα πιστεύω των ιθαγενών πληθυσμών της: εκείνων που μάθαμε να περιγράφουμε με τον φριχτό όρο «Ινδιάνοι», ο οποίος ευτυχώς ξεθωριάζει πια ολοένα και περισσότερο στον Δυτικό δημόσιο λόγο. Μόνο που ο τραγουδιστής και πολυοργανίστας Sgah'gahsowáh από τα βουνά Adirondack των εξοχών της Νέας Υόρκης –κατά κόσμον Jon Krieger– αποφασίζει να τα εκφράσει όλα αυτά μέσω του black metal στο ντεμπούτο του ως Blackbraid. Και το underground ήδη παραληρεί, με ορισμένους να μιλάνε για το καλύτερο φετινό άλμπουμ του είδους.
Το Blackbraid I δεν είναι τόσο καλό, βέβαια: η γνωστή ρήση «don't believe the hype» ισχύει μια χαρά και για το black metal. Όμως είναι καλό. Είναι δουλειά ενός ανθρώπου που μπαίνει στον χώρο με το δεξί, δείχνοντας ότι ήδη έχει βρει τη δική του φωνή καθώς συνταιριάζει όσα διδάχτηκε από τους προγενέστερους σιδηρουργούς του μαύρου μετάλλου με τη ματιά ενός ιθαγενή της βόρειας Αμερικής. Ο οποίος εκφράζει μια φυσιολατρία συγγενή μεν με εκείνη που υμνεί τα σκανδιναβικά δάση, μα ριζωμένη στα ανιμιστικά πιστεύω του κόσμου από όπου προέρχεται.
Αυτό που εμποδίζει τον Blackbraid να στοχεύσει ψηλότερα είναι η μουσική. Ίσως επιθυμεί δηλαδή να την πλασάρει ως «native american black metal», όπως γράφει στην ιστοσελίδα του, ίσως ορισμένοι βιαστικοί να τσιμπάνε με ακουστικά, ατμοσφαιρικά ορχηστρικά σαν το "Warm Wind Whispering Softly Through Hemlock At Dusk", επί της ουσίας όμως λαμβάνουμε ένα αρκετά στάνταρ black metal: καλοφτιαγμένο, με ωραία ροή, κοντά σε ό,τι παίζουν μπάντες σαν τους Winterfylleth ήδη από τα '00s, μα χωρίς εκπλήξεις. Ακούγεται μια χαρά και δίχως την αύρα των στίχων, μα δεν πολιτογραφείται ως κάτι τόσο ξεχωριστό. Ούτε και εγείρει κάποια ιδιαίτερη «native american black metal» αξίωση, την οποία δεν θα μπορούσαν να αιτηθούν ήδη υπάρχουσες μπάντες με παρεμφερείς στοχεύσεις σαν π.χ. τους Pan-Amerikan Native Front ή τους Nechochwen.
Πράγματι, όμως. Ως σύνολο μουσικής, στίχων και ερμηνειών, το άλμπουμ κατορθώνει και υψώνεται πάνω από τις καλοχωνεμένες αναφορές και τα στιλιστικά αδιέξοδα, εξαπολύοντας ένα σκοτάδι αψύ, οργίλα συγκροτημένο και (ενίοτε) γοητευτικά καταιγιστικό. Το οποίο εκπροσωπείται ωραιότατα από τον μαύρο καλπασμό του "Sacandaga" ή από τον πολεμικό τόνο του "Barefoot Ghost Dance Οn Bloodsoaked Soil" –που δείχνει να απηχεί το τραύμα της μάχης στο Wounded Knee– μα δεν χάνει τον βηματισμό του ούτε όταν εξαπλώνεται σε δεκάλεπτες διάρκειες, όπως λ.χ. στο εντυπωσιακό "Prying Open The Jaws Of Eternity". Κάπως έτσι, ο Sgah'gahsowáh φτάνει σε ένα ντεμπούτο που αποφεύγει να τσουβαλιαστεί με τους απλούς αναβιωτές. Για το αν μπορεί να καταφέρει και παραπάνω πράγματα, θα δούμε.