Μετά τους συνταξιούχους, τους μισθωτούς και τους αθλητές των χειμερινών σπορ, η πιο ταλαίπωρη τάξη στην Ελλάδα είναι αυτή των ροκ μουσικών. Μόνο που αυτοί έχουν ένα ακόμα μειονέκτημα: όταν είναι καλοί χάνονται πολύ πιο γρήγορα. Είναι αυτό που λένε, πως ο Έλληνας μπορεί να διαπρέψει ευκολότερα στο εξωτερικό μια που η χώρα του κάνει ότι μπορεί για να τον θάψει στη μετριότητα και το αραλίκι. Στην άτυχη αυτή συνομοταξία (όχι βέβαια των μετρίων αλλά των καλών) ανήκουν και οι Blackmail, η περίπτωσή τους όμως τώρα δεν ξέρω αν με κάνει να λυπάμαι ή να χαίρομαι μια που επέστρεψαν μετά από 6 χρόνια απουσίας από τα μουσικά πράγματα. Η ανάμνηση και μόνο όμως των δυο προηγούμενων δίσκων του συγκροτήματος και το γεγονός οτι τόσο το 'Life after death' LP του 1993 όσο και το 'Overexposed' LP του 1995 είναι δύο από τα αγαπημένα μου της εγχώριας παραγωγής ever, δε μπορεί παρά να με κάνει να χαίρομαι. Αίσθηση που δυναμώνει η επαφή με το '7'.
Το οτι οι Blackmail ανέκαθεν αγαπούσαν τις κιθάρες είναι γνωστό. Το ότι τις γρατζουνάει ο Γιώργος Καρανικόλας το ξέρουν και οι πέτρες (και μάλιστα γουστάρουν). Όσο για το φλερτ τους με το ψυχεδελικό κιθαριστικό ροκ, όλοι είχαμε υπόνοιες οτι κάποια στιγμή θα εκρηγνυόταν. Ε λοιπόν, αυτή η στιγμή έφτασε!
Μπορεί βέβαια από την τωρινή σύνθεση να λέιπει από τα τύμπανα ο Άτμας και από την κιθάρα ο Χασάν (που οι κακές γλώσσες λένε πως διαπρέπει στα Βρετανικά νησιά, παίζοντας και σε μια reggae μπάντα), το κενό όμως συμπληρώνουν ο Matt (κιθάρα) και ο Pan (αγής;) (τύμπανα).
Και αν πρέπει κάπως να προσδιορίσω το '7' θα το έλεγα ψυχεδελικό hard rock, στα πρότυπα συγκροτημάτων όπως οι Monstermagnet και οι Queens of the stone age (καλά, εσείς πείτε το stoner rock!) κυρίως όμως των Masters of Reality, καθώς η δυνατή αίσθηση δε δίνεται μέσα από τόνους fuzz και παραμόρφωσης, αλλά από αιχμηρές μελωδίες και κιθάρες που κάποιες φορές παραπέμπουν στην παλιά καλή εποχή του garage punk. Με λίγα λόγια να βγάζει η σάρκα (flesh) τον ιδρώτα σε τόνους (tones)... Ωραία πράγματα δηλαδή!
Πάντως οι Blackmail δεν αναλώνονται στο να αυτοονομαστούν όπως οι παραπάνω. Αντίθετα παίζουν με τους ήχους τους, περνάνε από την ένταση στην ηρεμία, χρησιμοποιούν κάποιες φορές πνευστά (μη φανταστείτε τη μπάντα του δήμου, για μερικές πινελιές μιλάμε), samples και μικροθορύβους, ενώ η φωνή του Γιώργου εξακολουθεί να ξεβράζει με πάθος και δύναμη υπέροχους στίχους (που θα ζήλευαν πολλά ξένα συγκροτήματα), όπως τον παλιό καλό καιρό...
Ξεκάρφωτος ίσως ο συνειρμός (αλλά όσο ακούω το δίσκο όχι και άσχετος), αλλά το ύφος των Blackmail αυτή τη φορά μου έφερε στο νου κάποιους άλλους αγαπημένους, τους Union Carbide Productions, είτε γιατί και αυτοί έμοιαζαν με κάτι χωρίς να είναι τίποτα, είτε γιατί θύμιζαν κάτι άλλο που τελικά όμως ήταν κάτι δικό τους. Απλά μάλλον, έπαιζαν χωρίς φραγμούς, τύπους και στεγανά και αυτό τους έδινε μεγαλύτερη αξία.
Το '7' σίγουρα δεν καινοτομεί (αδιάφορο αφού δεν αναμασάει), δεν πρόκειται να δημιουργήσει σχολή (ποιός νοιάζεται γι'αυτό;), ούτε και να αποτελέσει τη 'μπανάνα' του Ελληνικού ροκ (το παράκανα). Αυτό που πετυχαίνει με μαεστρία όμως, είναι να δώσει έναν γεμάτο και μεστό ήχο, με συνολικά καλά κομμάτια, άνεση και επεξεργασία στην εκτέλεσή τους (που όσο και να έβαλε το χεράκι του ο Paul B. Cutler δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς) και την αίσθηση οτι πρέπει να υπάρχει σε μια δισκοθήκη όχι από 'συμπάθεια' στα εγχώρια προϊόντα αλλά από καθαρή αξία.
Κάλα ρε παιδιά, 6 χρόνια με τις τάπες παίζατε;