Sudden death (A field guide)
Για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, το "Sudden Death" είναι "μυστήριο τρένο". Ζωντανεύει και αναπτύσσεται μέσα από τις αντιφάσεις του. Οι αντιφάσεις είναι αυτές που αντί να αποτελούν τροχοπέδη στην ανάπτυξη του περιεχόμενου, το μετατρέπουν σε ένα δημιουργικό ηχητικό σύνολο το οποίο ξετυλίγεται καθώς τα δευτερόλεπτα κυλάνε και καλεί τον ακροατή να του αφιερωθεί ολοκληρωτικά για να πάρει γραμμή τι τρέχει.
Έχοντας φτάσει στο 24ο και τελευταίο κομμάτι νομίζεις πως πέρασε πολλή ώρα απ' τη στιγμή που πάτησες το play. Κι όμως η αντικειμενική πραγματικότητα δείχνει λιγότερο από 60 λεπτά. Και πώς να μη το νομίζεις δηλαδή όταν η γραφή είναι τόσο πυκνή και οι εναλλαγές καταιγιστικές. Με τη λογική ενός ρέοντος mixtape, τα εξόχως διαλεγμένα φωνητικά samples δημιουργούν τις απαραίτητες γέφυρες για να ενωθούν επιτυχώς downtempo αλά RZA κινηματογραφικές αφηγήσεις, οξύμωροι Madvillain-ικοί καρτουνισμοί, funky ρίμες και ό,τι άλλο συστατικό βάλει ο νους σας. Φραγμοί δεν υπάρχουν. Μέχρι και μία κάτω του λεπτού χαρντκοριά ολκής συναντάμε σε συνεργασία με τον όντως μυθικό Stink (βλ. Colice). Και οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι όμως είναι πρώτης γραμμής. Ο Bnc, o The Kidd, o Elephant Phinix, o Obi Serotone από τους Duke Abduction, ο Bitman από τους Word Of Mouth, o Strider των Zoltan Tribe και ο Γιάννης Δημητριάδης των Happy Dog Project.
Και ενώ μετά βίας μπορείς να απομονώσεις κάποιο κομμάτι αφού δεν είναι προορισμένα για να λειτουργούν σε πλήρη αυτονομία (σε αντίθεση με αυτά των Palov & Mishkin), κάπου στη μέση του άλμπουμ στέκει περήφανος ένας δυναμίτης που σηκώνει πολλή κουβέντα. Φυσικά πρόκειται για το "Μάντεψε Ποιος", δηλαδή τη συνεργασία του Blend με τον Τάκη Τσαν, γνωστή μορφή αυτού που αποκαλείται "ελληνικό hip-hop".
Γιατί άραγε, μένεις να αναρωτιέσαι. Γιατί όμως χρειάζεται να αναρωτιέσαι; Μάλλον αυτό είναι το σωστό ερώτημα. Δεν χρειάζεται. Γιατί έτσι. Σου κάνει; Το κρατάς. Δεν σου κάνει; Κανένα πρόβλημα.
Χωρίς να είμαστε μέσα στο μυαλό του Μαντά ώστε να γνωρίζουμε όλες τις παραμέτρους, αρκεί να εμπιστευτούμε αυτό που ονομάζουμε ένστικτο, κι ό,τι βγει. Το αστείο είναι ότι στις περισσότερες των περιπτώσεων θα πιάσετε τον εαυτό σας να κολλάει. Κάτι σαν σύγκρουση ενστίκτου και λογικής. Γίνεται εγώ ο "ψαγμένος", ο "underground", ο "καλλιεργημένος" κλπ κλπ να τη βρίσκω με τη ρίμα του Τάκη Τσαν; Έλα που γίνεται...
Και ακριβώς αυτό είναι το σημείο που ο Blend κάνει την "καλλιτεχνική" του υπέρβαση. Όταν επιτύχεις την τρέλα σου, το πείραμά σου, έστω και τη μαλακία σου, να την επιβάλλεις, να την κάνεις αποδεκτή, πάει να πει πως έχεις περάσει εκείνη τη νοητή γραμμή που χωρίζει έναν καλό δημιουργό από έναν που πραγματικά ξεχωρίζει.
Σε καμία περίπτωση αυτό δεν μπορεί να γίνει εμφανές μόνο από ένα κομμάτι ή μια συνεργασία, αλλά είναι το κερασάκι στην τούρτα. Μια τούρτα φτιαγμένη με πολλή δουλειά, ψάξιμο, ανοιχτό μυαλό, ανοιχτά αυτιά στις εξελίξεις, εξωτερικές και εσωτερικές.
Εκεί που θα μπορούσε να πατήσει στον ορθάνοιχτο από το "Misplaced" δρόμο μιας ευκολοάκουστης και τσαχπίνικης παραγωγής που θα σκόρπαγε groovy χιτάκια (χωρίς αυτό να είναι κακό, προς θεού), προτίμησε να κάνει του κεφαλιού του πασπαλίζοντας όμως και με μπόλικο αλατοπίπερο (βλ. "Μάντεψε Ποιος"). Κάτι σα να πετάει το μπαλάκι και να αφήνει όλη την παραπέρα δουλειά στο λήπτη.
Γυρνάω λοιπόν στο τίτλο του άλμπουμ και ερωτώ, πώς να μην είναι "ξαφνικός" ο θάνατος; Ο θάνατος της προχειρότητας, της στενομυαλιάς, του τυχάρπαστου και της βλαχιάς εσωτερικής κατανάλωσης. Κυρίες και κύριοι, ο Blend έκανε μεγαλόπρεπη κηδεία σε όλα τα παραπάνω, δημιουργώντας αυτό που θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως ανοιχτόμυαλο hip-hop άλμπουμ. Δε πιστεύω να απασχολεί κανέναν το πρόθεμα ελληνικό...