Kwiatostan
Εντός -και κατά βάση εκτός- του hype και της μόδας μιας αποκαλούμενης "new" jazz, μια σχολή με βαθιές ρίζες και παράδοση συνεχίζει να βγάζει σπουδαίους δίσκους. Του Γιώργου Παπαδόπουλου
Για την πολιτισμική έκρηξη της Πολωνίας αν θυμάμαι καλά τα έχουμε ξαναπεί σε παλιότερη κριτική. Ή ίσως και όχι τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα. Δεν έχει όμως και πολύ σημασία, καθώς αυτή η συνεχόμενη καλλιτεχνική ανάταση υφίσταται για αρκετά χρόνια τώρα και μας έχει δώσει ωραιότατα δείγματα μπαντών με ιδιαίτερη μουσική-καλλιτεχνική πρόταση και ουκ ολίγους αξιολογότατους δίσκους. Χωνευτήρι πολιτισμών και διαφορετικών κουλτουρών η Πολωνία δίνει μουσικές αυθεντικές, με ξεχωριστή ηχητική αισθητική και κατεύθυνση.
Οι Bloto σαφώς και ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία και παρόλο που μετρούν λίγα χρόνια ζωής, το έργο τους είναι δυσανάλογα σημαντικό σε σχέση με τον χρόνο ζωής τους και το καλλιτεχνικό τους εκτόπισμα, μεγάλο στον μικρόκοσμο των λιγοστών νοματαίων που απευθύνονται.
Άσημοι μεν αλλά όχι δα πως έπεσαν ξαφνικά κι από τον πολωνικό ουρανό αφού η συνθετική τους βάση είναι ίδια ακριβώς με αυτή των EABS, μιας συγγενικής μπάντας με ελαφρώς πιο electro-jazz ευαισθησίες και λίγο μεγαλύτερο fanbase. Οι οποίοι EABS απλά μια μέρα διαλείμματος από τα μουσικά τους μονοπάτια είπαν να τζαμάρουν και να φτιάξουν την μουσική και την ταυτότητα των Bloto. Με λίγα λόγια, είναι η κλασσική περίπτωση ενός τσούρμου ανθρώπων που μπορούν να στηρίξουν, να ενισχύσουν και να πάνε μπροστά μια ολόκληρη σκηνή από μόνοι τους.
Αλλά μέχρις εδώ με τις ιστορίες και τα γεωπολιτικά. Ας πάμε στο μουσικό προκείμενο.
Οι Bloto είναι το χαρακτηριστικό εκείνο παράδειγμα μπάντας –ξέχωρα από την όποια μουσική μπορεί να αντιπροσωπεύουν– που την βρίσκεις μπροστά σου σε ανύποπτο, άγουρο–για σένα– χρόνο σαν άξια ακρόασης αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν ασχολείσαι μαζί της εκείνη την δεδομένη στιγμή. Μέχρις ότου τελικά να ξαναπέσει μπροστά σου αναδυόμενη από την ιντερνετική υπερπληροφόρηση για δεύτερη φορά, εμφανώς πια αναγνωρισμένη από περισσότερο κόσμο, φέρνοντας παρέα μια πιο επείγουσα ανάγκη ακρόασης αυτή την φορά. Σαν να ανακάλυψες τελευταία στιγμή πριν το διαγώνισμα, SOS ύλη που είχες προσπεράσει γρήγορα με πρόσχημα μετέπειτα σκληρή μελέτη και τελικά ξεχάστηκε τελείως στην πορεία. Κι όλα αυτά δημιουργούν πέρα από την προφανή ανυπομονησία και άλλο ένα βασικό, μείζονος σημασίας πρόβλημα: την εξαφάνιση του βινυλίου από τα ράφια του σκαπανέα-δισκοπώλη σου. Μια έλλειψη που με την σειρά της μεγεθύνει ακόμα περισσότερο την τιμή του βινυλίου στους μαυραγορίτες, τον μύθο της μπάντας και τον πόθο για την μουσική αυτής. Διότι σε αυτή την ζωή, τα μικρά αυτά εμμονικά τερτίπια είναι που βάζουν το αλατοπίπερο στην σχέση μας με την μουσική σαν προϊόν χειροπιαστό, που κουμπώνει άψογα με το καθαυτό καλλιτεχνικό δημιούργημα. Λίγοι θα με καταλάβουν, κι αυτό μου φτάνει.
Το “Kwiatostan” θέλει την ιεροτελεστία του κι αυτό. Δεν είναι ο δίσκος που θα βάλεις στο αυτοκίνητο να τον ακούσεις όσο γυρίζεις χαρούμενος από το σούπερ μάρκετ, διότι πολύ απλά δεν θα μπορέσεις να τον ακολουθήσεις ούτε στο ελάχιστο και θα βιαστείς να τον αποκηρύξεις μέτριο και φλύαρο. Και μπορεί με την τεράστια άνοδο της τζαζ σε ολοένα και περισσότερα ακροατήρια, το άμαθο αυτί να έχει συνηθίσει τον ζεστό, μεστό ήχο της Αγγλίας που βγαίνει πλέον σωρηδόν, εδώ όμως οι Bloto ξεφεύγουν από αυτή την φόρμα. Ακούγονται περισσότερο ατίθασοι και τραχείς, γνήσιοι παιχταράδες που στριμώχνουν την σύνθεση στην γωνία και την ξεζουμίζουν. Δράττουν την έμπνευση την ώρα που αυτή πλανάται και την κάνουν μουσική. Είναι ωραίο πράγμα όταν το ταλέντο πολλαπλασιάζεται, συνδυάζεται, αυτοσχεδιάζεται μέχρι τελικά να γεμίσει το δωμάτιο ηχογράφησης με καρπούς.
Οι Πολωνοί με συνθετικό εφόδιο την τεράστια εμπειρία τους και γνώση πάνω στην γενική τζαζ φόρμα, τα 4 αλάνια που απαρτίζουν τους Bloto σε αυτόν τον δίσκο βρέθηκαν μαζί έπειτα από καιρό και ηχογράφησαν το “Kwiatostan” μέσα σε 3 μέρες με αυτοσχεδιαστικές συνθέσεις και πειραματική διάθεση. Έθεσαν μουσικά τις ρίζες τους στον ρυθμικό κορμό του hip hop, της house και της disco και με άγριες διαθέσεις αφέθηκαν σε έναν ελεγχόμενο μεν, αυτοσχεδιασμό δε, που βρίθει από τζαζ μοτίβα ανανεωμένα κάτω από μια διαφορετική άποψη και μία αξιοζήλευτη αριστοτεχνική εκτέλεση που σε κάνει να χαζεύεις όσο ακούς τον δίσκο. Γίνονται πράγματα και πετάγονται μοτίβα τόσο γρήγορα και ευφυέστατα τοποθετημένα με αποτέλεσμα να μην χορταίνεις κάθε ακρόαση ξεχωριστά. Τελειώνει το κομμάτι και δεν ξέρεις τι θα ακολουθήσει στο επόμενο, σε αντίθεση με τόσους άλλους δίσκους τζαζ όπου το στοιχείο έκπληξης είναι κάτι δυσεύρετο πλέον. Και σαφώς και δεν τίθεται θέμα συνέπειας και μουσικής συνοχής σε έναν τέτοιο δίσκο φτιαγμένο μέσα σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Και χαρακτήρα έχει και ενιαία αισθητική από την αρχή μέχρι το τέλος του έχει. Αλλά ταυτόχρονα κρύβει και την έκπληξη, τον μουσικό ενθουσιασμό που οδηγεί το ανασήκωμα του φρυδιού του ακροατή κάθε φορά από θαυμασμό.
Για αυτό και είναι απαραίτητο στο φυσικό φορμά της επιλογής του καθενός. Διότι το “Kwiatostan” θέλει τον χρόνο του, την βολή του και θέτει τους δικούς του όρους σε κάθε του ακρόαση. Περιφρονεί ελαφρώς την pop-jazz αντιμετώπιση τόσων εκεί έξω και ισοπεδώνει κάθε φορά τον ακροατή του δημιουργώντας του αυτή την σπάνια πλέον ευφορία μπροστά σε κάτι θαυμαστό και νέο. Σε πιάνει από το αυτί με την δεξιοτεχνία του και την χειμαρρώδη αφήγηση του δείχνοντας σου καθαρά και ξάστερα ότι αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς δίσκους του 2020. Την χρονιά της πανδημίας.