Blur 21
Box - τσιμεντόλιθος, με 18 cd και 3 dvd. Τόσο σημαντικοί ήταν αυτοί οι Blur; Του Γιώργου Λεβέντη
Η λέξη ''καλύτερος'' φυσιολογικά δεν υπάρχει στη μουσική. Η μουσική δεν είναι μπάσκετ για να ψάχνουμε τον καλύτερο, αλλά υπόθεση ψυχής. Τότε γιατί οι Blur θεωρούνται αυτονοήτως το σημαντικότερο βρετανικό γκρουπ της τελευταίας εικοσαετίας; Γιατί είναι οι μόνοι μουσικοί μετά το 1990 στους οποίους επέτρεψαν οι Βρετανοί να μπουν στο ολιγομελές πάνθεον με τα σύμβολα; Γιατί ήταν οι αυτονόητοι headliners της εναλλακτικής προς την τελετή λήξης των Ολυμπιακών συναυλίας στο Hyde Park, με τους Νew Order και τους Specials να ζεσταίνουν απλά τη σκηνή ως support; Τα ''σημαντικότερα γκρουπ'' συνήθως δεν είναι όπως οι Blur. Σημαδεύουν τη ζωή των φαν και στέλνουν κόσμο στα γκαράζ να φτιάξει συγκρότημα. Ακόμη και ο φανατικότερος οπαδός των Blur ποτέ δεν οδήγησε στις 5 τα ξημερώματα για να σκεφτεί μια κρίσιμη απόφαση ακούγοντάς τους στο αυτοκίνητο. Το εκπληκτικό αυτό box θυμίζει πως οι Blur είναι το σημαντικότερο βρετανικό (και για μένα όχι μόνο) γκρουπ των τελευταίων 25 χρόνων, γιατί η μουσική τους υπήρξε τόσο σπουδαία που τους έκανε πρώτα να εκτιμηθούν και στη συνέχεια να αγαπηθούν από τους οπαδούς τους. Δε συμβαίνει πολλές φορές αυτό και ας νομίζουμε πως συμβαίνει.
Οι Blur δεν είχαν ως ηγέτη κάποιον καταραμένο ποιητή, αλλά έναν από τους πιο ταλαντούχους συνθέτες στην ιστορία της δυτικής μουσικής (όχι απλά της popular). Δεν είχαν για κιθαρίστα κάποιον Πικάσο που έσκυβε συγκινημένος πάνω από το τετράλεπτο σόλο του, αλλά κάποιον που οι περισσότεροι θεωρούν διάδοχο του Marr και ο Stephen Street που δούλεψε και με τους δύο, ακόμη καλύτερο. Δεν έβγαλαν ένα δίσκο ογκόλιθο για να χαθούν αμέσως μετά, αλλά 4-5 που δε βαθμολογήθηκαν κάτω από 8. Θεωρήθηκαν το τελευταίο μεγάλο συγκρότημα των singles ενώ έβγαλαν τα πιο ολοκληρωμένα άλμπουμ των 90s. Το 2000 έβγαλαν ένα best που ήταν άψογο και μαζί χειρότερο από τρεις από τους δίσκους τους και λιγότερο σημαντικό από πέντε από αυτούς. Πριν ανακαλύψει πόσο χαμηλά έβαλε η σόλο καριέρα του Byrne τον πήχη στον αρτιστίκ κοσμοπολιτισμό και σηκώσει το ταμείο με τις όπερες και τα αφρικάνικα, ο Damon Albarn είχε την τιμή να συστήσει το καλό γούστο στις μάζες.
Την όμορφη εκείνη εποχή που εναλλακτικό και mainstream ήταν ένα και μπορούσες να γίνεις η φωνή μιας γενιάς λέγοντας οποιαδήποτε σαχλαμάρα, ο Damon ενδιαφερόταν μόνο να ντροπιάσει τον Brett και να αποδείξει πως είναι καλύτερος και από τους ήρωές του. Θυμηθείτε τον στο TOTP ενώ τραγουδάει art-pop-punk διαμάντια να γυρνάει τον πισινό του στα κοριτσάκια, αδιάφορος για την αξιοπρέπεια των τραγουδιών. Θυμηθείτε τον να πρωτοπαρουσιάζει το Universal και να λέει στο κοινό ''αυτό θα σας έχει κολλήσει μέχρι τα Χριστούγεννα''. Μπορεί σήμερα ο Αlbarn να έχει μόνο φίλους, την ιστορία όμως την έγραψε τότε που έκανε εχθρούς. Τότε που οι ανταγωνιστές του τον προκαλούσαν στο γήπεδο της ροκ αυθεντικότητας και της indie αξιοπρέπειας, γιατί ήξεραν πως αν τον προκαλούσαν στο γήπεδο των τραγουδιών θα είχε κατηφόρα. Oι Blur έκαναν μεγάλο αγώνα για να ξεχάσουν και να ξεχάσουμε πως κάποτε υπήρξαν μαζικοί. Δικαίωμά τους. Ευτυχώς δεν μπορούν να αλλάξουν αυτό που συμβόλισαν τα τραγούδια τους για τη μουσική περηφάνια όσων αρνήθηκαν να δουν την εφηβεία τους μέσα από τα μάτια των κάθε Stone Temple Pilots.
Όλα αυτά βέβαια δεν προμηνύονται από το ντεμπούτο τους. Ο θετικότερος χαρακτηρισμός που αξίζει το Leisure είναι ''συμπαθητικό''. Το hangover του Madchester, η αγωνία για την καθιέρωση, η σύγχυση γύρω από τις μουσικές προτεραιότητες καλύπτουν όλο το δίσκο. Τα περισσότερα τραγούδια δεν ξέρουν που θέλουν να πάνε, ενώ οι στίχοι του Damon παραπέμπουν σε baggy Δυτικές Συνοικίες. Παρά ταύτα το There is no other way είναι καλό για πρώτο μεγάλο χιτ, ενώ το Sing θα επανασυστηθεί μέσα από το σαουντρακ του Τrainspotting λίγο αργότερα αποκτώντας ένα cult status για τα 90s. Το Βang είναι κολλητικό, αφελές, αλλά αξιόλογο. Προσωπικό αγαπημένο παραμένει το Wear me down. Γενικά δεν είναι για πέταμα, αλλά η μουσική θα είχε επιζήσει και χωρίς αυτό.
Το ότι θα φτάναμε στο Modern Life Is Rubbish δεν ήταν αυτονόητο. Kαταχρήσεις, εσωτερικές κόντρες, η -αδιανόητη- αδιαφορία του κοινού προς το Popscene και μια αποτυχημένη περιοδεία στην Αμερική θα είχαν διαλύσει οπoιαδήποτε άλλη μπάντα. Τι τους έσωσε; Οι Suede. Υποβαθμίζοντας λόγω της Justine Frischmann την κόντρα (έως μίσος) ανάμεσα στα δύο γκρουπ στo επίπεδο της σαπουνόπερας ξεχνάμε πόσο ψηλά κράτησε το φρόνημά τους, πόσο κινητοποίησε τη φιλοδοξία τους και πόσο καλό έκανε τελικά στη βρετανική μουσική που ζούσε για καιρό χωρίς αυτό που την έκανε πάντα σπουδαία δηλαδή τα τραγούδια. Ο πήχης είχε πέσει σε c-86 αναμασήματα, άτεχνα ριφάκια και σμιθσοειδείς καρικατούρες. Δεν είμαστε καθόλου σίγουροι πως ο εκλεκτικισμός στη σύνθεση και η πίστη στο μεγάλο τραγούδι θα επέστρεφαν στο προσκήνιο αν οι Blur και οι Suede δεν ένιωθαν συνεχώς πως έχουν κάτι να αποδείξουν. Τo ΜLIR είναι σπουδαίο και ταυτόχρονα η πρώτη πλήρης ακτινογραφία της μπάντας. Δείχνει πως μπορεί συνθετικά να είναι υπόθεση του Damon, αλλά χωρίς το παίξιμο του Graham δεν είναι Blur. Ότι ακόμη και η πιο γραφική αισθητικά σύνδεσή τους με ένα κόνσεπτ δεν αφαιρεί τίποτε από το μεγαλείο των τραγουδιών. Όταν θριαμβεύουν και στο Reading του 93, γίνονται οριστικά οι ηγέτες της εναλλακτικής Ευρώπης σε μια πορεία που δε θα έχει σταματημό. Πέρα από τα γνωστά κομμάτια του δίσκου (For Tomorrow, Chemical World, Sunday Sunday, Starshaped) δοκιμάστε να ακούσετε τα Blue Jeans και Villa Rosie αμέσως μετά το πρωινό ξύπνημα και θα δείτε για όλη την υπόλοιπη ημέρα πως το αίσθημα ανωτερότητας που αποπνέουν οι Blur είναι κολλητικό.
Kαι εγένετο Britpop. Το Parklife είναι από τους λίγους μεγάλους δίσκους των 90s που πολιτισμικό impact και καλλιτεχνική αξία συμβαδίζουν απόλυτα. Χωρίς υπερβολή, τραγούδι κάτω από το επίπεδο του ''πολύ καλού'' δεν υπάρχει στο άλμπουμ. Οι μελωδίες τραγουδιούνται μαζικά χωρίς να χάνουν τίποτε από τον ακραίο ελιτισμό τους. Η κιθάρα του Coxon ξεσηκώνει τρεις δεκαετίες μουσικής παράδοσης και τις μεταφέρει στο μεγάλο κοινό όχι απλά πιο φρέσκες, αλλά και πιο προωθητικές. Το Girls and Boys είναι ένα από τα 5 ποπ χιτ στην ιστορία που αξίζει ακαδημαϊκής ανάλυσης. (Tα άλλα 4 διαλέξτε τα στην τύχη από τον κατάλογο των Pet Shop Boys). Στo Εnd of a century δεν έχουμε ιδέα τι θέλει να πει ο Damon, αλλά ποιος νοιάζεται όταν γράφει αυτό το κουπλέ-ρεφρέν-πιανάκι σαν να είναι ο τελευταίος που θα το κάνει. Τo To the end σε ρίχνει στα γόνατα χωρίς να μιλάει στην καρδιά σου, αλλά στο μυαλό σου. Τα London Loves, Badhead, Clover over Dover στοιχειοθετούν το δικαίωμα της ποπ να είναι κάποιες φορές πολύ ξεχωριστή για να αξίζει στο κοινό της. Το Trouble in the message centre είναι μάλλον το πιο ελιτίστικο τραγούδι που μπορεί να σε κάνει να χοροπηδήσεις. Το This is a low είναι απλά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος της Μουσικής.
Θα θυμάστε το Σπήλιο Λαμπρόπουλο να γράφει συχνά στο Ποπ και Ροκ πως το The Great Escape είναι ο καλύτερος δίσκος όχι απλά των Blur, αλλά των 90s. Άποψη πολύ μετριοπαθής μπροστά στην αλήθεια. Γιατί το The Great Escape στην πραγματικότητα βρίσκεται σε μια αλυσίδα δίσκων που περιλαμβάνει το Pet Sounds και πολύ λίγα άλλα πράγματα. Ο Albarn έγραψε ένα αριστούργημα από αυτά που μπορούν να συνθέσουν μόνο οι αληθινά χαρισματικοί, αλλά για πρώτη φορά η μουσική του δε θα καταφέρει να επικρατήσει της ζωής γύρω της. Ο δίσκος παίρνει αποθεωτικές κριτικές, αλλά το ρεύμα σύντομα αλλάζει. Οι Blur κατηγορούνται πως είναι τέλειοι, τόσο τέλειοι που δεν αφορούν τελικά κανέναν κανονικό άνθρωπο. Και σαν να μην έφτανε αυτό ήρθε η ιστορία με τους Oasis, η κατάθλιψη του Coxon και ο τελικός συμβολισμός του δίσκου μέσα από τα βίντεο των Country House και Charmless Man (εξαιρετικά ποπ κομμάτια κατά τα άλλα). Για να ξανακοιταχτούν οι Blur στα μάτια και να συνεχίσουν ως συγκρότημα έπρεπε να αποκηρύξουν όχι μόνο τα συναισθήματα της περιόδου, αλλά και τον ίδιο το δίσκο. Οι αριστοκρατικές μελωδίες όμως, οι υπέροχοι στίχοι και η υποβλητική ατμόσφαιρα παραμένουν. Best days, Yuko and Hero, He thought of cars, Fade away, μουσικές ιστορίες που ορίζουν το στιλ πιο καθοριστικά από ένα-δυο χαζά βίντεο.
Η σημειολογία ουδέποτε υπήρξε δίκαιη με τη μουσική των Blur και η παράδοση συνεχίζεται με τον ομότιτλο δίσκο. Τα κολλητηλίκια με τους Pavement είναι ένας προσβλητικά εύκολος δρόμος προς αυτό που λέμε credibility και σίγουρα ένα χαζό δίλεπτο τραγούδι είναι ο πιο ασήμαντος λόγος για να έχει γίνει ένα τόσο σπουδαίο άλμπουμ ο πιο επιτυχημένος τους δίσκος. Το ζουμί ως συνήθως βρίσκεται στη μουσική που είναι κυκλωτική, μεγαλοφυής, χαλαρή, αλλά απαιτητική. Αυτός είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός δίσκος των Blur με τον Albarn να μην έχει θυσιάσει τη συνθετικά του στάνταρ και τους υπόλοιπους να ακολουθούν χαλαροί και πιο ευχαριστημένοι για το ρόλο τους από ποτέ. Το Beetlebum το ξέρεις απέξω αλλά συνεχίζει να σε κερδίζει σημείο-σημείο. Το Country Sad Ballad Man είναι ο λόγος για τον οποίο οι Βlur είναι σημαντικότεροι του Beck. Το Death of a party συμπληρώνει σε τεσσεράμισι αριστουργηματικά λεπτά όλη την πορεία των Blur, ενώ το You are so great που τραγουδάει ο Coxon είναι καλύτερο από οτιδήποτε έχει βάλει στα σόλο άλμπουμ του. Κάπως έτσι εν ολίγοις παίζουν οι μπάντες που ξέρουν πως δεν έχουν να αποδείξουν τίποτε.
Το 1999 θεωρητικά δεν υπάρχει κάτι για να κινητοποιήσει το καλλιτεχνικό σύμπαν των Blur καθώς είναι ήδη ένα από τα 3-4 σχήματα παγκοσμίως που χαρακτήρισαν τα 90s. Το ότι αυτό που τελικά τους έκανε να πουλήσουν στην Αμερική ήταν το Song 2 ενισχύει τη στρεβλή και άδικη άποψή τους για το επίπεδο του αμερικανικού κοινού. Οι σχέσεις τους ξαναγίνονται περίεργες. Οπότε τι κάνεις; Αλλάζεις παραγωγό και ψαρώνεις τον κόσμο πως ο επόμενος δίσκος σου αφορά έναν ερωτικό χωρισμό, ενώ στην πραγματικότητα αφορά τον εκνευρισμό σου για την αποδοχή του ΟΚ Computer. Το 13 θεωρείται από τους περισσότερους ο καλύτερός τους δίσκος και ένα από τα αριστουργήματα των 90s. Διαφωνώ και προσωπικά όσα ο ροκ κόσμος υποδέχτηκε με ανοιχτό το στόμα είναι αυτά που με χαλάνε κάπως στο δίσκο. Οι επιτηδευμένα παρατημένες ιδέες είναι κάτι που έχουν ανάγκη άλλες μπάντες για να εκπέμψουν σπουδαιότητα και όχι οι Βlur που μπορούν να το κάνουν αβίαστα. Ο δε Damon μπορεί να συγκίνησε όλον τον κόσμο τραγουδώντας τη ραγισμένη του καρδιά σε πρώτο πρόσωπο, σε μένα το θέαμα φάνηκε κωμικό. Φυσικά ο δίσκος δεν είναι κακός ούτε λιγότερο σημαντικός από τους άλλους. Ο Coxon παίζει απίθανα πράγματα με φυσικότητα που σοκάρει, ενώ το συγκρότημα αποδεικνύει πως και στις πιο δύσκολες στιγμές ανακαλύπτει δημιουργικά βάθη απλησίαστα για όλους τους σύγχρονούς τους. Αναζητήστε στο διαδίκτυο κάποιες από τις χαλαρές εμφανίσεις τους σε μικρά εναλλακτικά σόου όπου παρουσιάζουν τα τραγούδια του 13 και θα μείνετε να θαυμάζετε μαζί με το κοινό το αβίαστο δημιουργικό τους πάθος.
Εν μέσω σόλο πρότζεκτ και συναισθηματικής διάλυσης ηχογραφείται το Think Tank που βαθμολογείται από το Spin με Α, από το Uncut με 5/5 και από το Pitchfork με 9. Είναι συγκινητικό που οι Blur δεν παράτησαν την ηχογράφηση του δίσκου μετά την αποχώρηση του Graham, αλλά να είμαστε σοβαροί. Το άλμπουμ είναι μια αφόρητη μετριότητα και το να παριστάνουμε πως ακόμη και στη χειρότερη στιγμή τους αξίζουν ένα εννιάρι, όχι μόνο δεν προσφέρει κάτι στην υστεροφημία τους, αλλά προσβάλλει και όλα τα υπόλοιπα εννιάρια της δισκογραφίας τους. Και μόνο η απεγνωσμένη προσπάθεια του Crazy Beat να θυμίσει Song 2 είναι ένα ιδεολογικό στίγμα για μια μπάντα που είχε πάντα απαιτήσεις από τον εαυτό της.
Όλα τα παραπάνω (σε ανανεωμένη έκδοση) μαζί με b-sides, όλα τους τα ακυκλοφόρητα κομμάτια και λάιβ εμφανίσεις συγκροτούν ένα σώμα δουλειάς που κανένα συγκρότημα της γενιάς τους δεν μπορεί να συναγωνιστεί. Παρά την επιτυχία, την αναγνώριση και τις πωλήσεις οι Blur υπήρξαν φρικτά αδικημένο γκρουπ. Η μόνιμη διάθεσή τους να αίρονται πάνω από το κοινό, οι σχηματικές αναγνώσεις της πορείας τους και ο υπερπροσδιορισμός τους σε σχέση με τις εκάστοτε ''σκηνές'' οδήγησε ένα μέρος μόνο της ουσίας του έργου τους να επιβιώσει της ροκ στερεοτυπολογίας. Το ότι ακόμη και έτσι έγιναν αυτοί που έγιναν είναι δείγμα του μεγαλείου τους. Στις συνεντεύξεις που περιέχονται στο box, στην αρχοντική τελειότητα του artwork, στη χαλαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν την κυκλοφορία βέβαιοι πως είναι μια επίδειξη δύναμης που μιλάει από μόνη της βρίσκουμε όλη την ουσία τους. Ακόμη και τη συναισθηματική στιγμή που οι Blur απευθύνονται ίσως για τελευταία φορά στο κοινό, κάνουν σαφές πως προτιμούν το θαυμασμό από την αγάπη. Λίγοι τον αξίζουν όσο αυτοί.