The Magic Whip
Το μόνο ενεργό συγκρότημα που είναι αδύνατον να βγάλει δίσκο λιγότερο από καλό. Του Γιώργου Λεβέντη
Όταν αναφερόμενος στους Blur το 2009 ο εκδότης του Mojo Phil Alexander έλεγε πως πέρα από τον αυτονόητο τίτλο του σπουδαιότερου γκρουπ της γενιάς τους φέρουν και το πρωτοφανές προσόν να έχουν υπάρξει έμπνευση ταυτοχρόνως για παλαιότερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους εξηγούσε κάτι εξαιρετικά κολακευτικό αλλά όχι πάντα αυτονόητο. Οι Blur κέρδισαν μεν κάθε πιθανή και απίθανη καλλιτεχνική μάχη, αλλά μιλάμε για μάχες που έδωσαν κυρίως η ιστορία και η μουσική για λογαριασμό τους. Σε αντίθεση με τους Radiohead που ήταν πάντα εξαιρετικοί στο να είναι "οι Radiohead" οι Βlur δεν ήταν ποτέ καλοί στο να είναι "oι Blur". Geeky και σνομπ, outsiders και everymen, αδιάφοροι για credibility και απελπισμένοι κυνηγοί της όταν η αδιαφορία αυτή στοίχιζε. Αν δεν ήταν οι πιο ταλαντούχοι μουσικοί που έπιασαν όργανα μετά το 1989 θα είχαν υπάρξει τα πιο εύκολα θύματα στην ιστορία της ποπ.
Έχοντας αποκτήσει και μελετήσει σχεδόν οτιδήποτε έχει γραφτεί για αυτούς στην αγγλική γλώσσα μετά το 1990 ο υποφαινόμενος μπορεί να επιβεβαιώσει κάτι πραγματικά εντυπωσιακό. Οτιδήποτε αρνητικό έχει ειπωθεί για την μπάντα ξεκινά πάντα από τη λογική του "αλλά". Πριν τη λέξη "αλλά" συνήθως ακούμε πως οι Blur είναι καταπληκτικοί μουσικοί, πως ο Damon Albarn μπορεί να γράψει τραγούδι στον ύπνο του, πως ο Graham Coxon είναι καλύτερος από τον Marr, πως λίγα γκρουπ στη μουσική ιστορία έχουν τόσο εντυπωσιακά συνεπές έργο. Αλλά.. Αλλά χρησιμοποίησαν τις ευαισθησίες της εργατικής τάξης για να κάνουν επίδειξη πνεύματος (εξαιρετικά επιφανειακή και στερεοτυπική ανάγνωση). Αλλά θεωρούσαν πως ξέρουν περισσότερα για τη μουσική από τους δημοσιογράφους και τους το έδειχναν. Αλλά υπήρξαν αλαζόνες ακόμη και όταν δεν ήταν απαραίτητο. Ό,τι κάνει ξεχωριστούς τους Βlur, ό,τι σε διαφορετικά από τα βρετανικά 90s συμφραζόμενα θα επικύρωνε την αμήχανα ελιτίστικη ιδιοσυγκρασία τους, στον καιρό τους στάθηκε εμπόδιο. Εμπόδιο που μόνο η αηδιαστικά πλήρης μουσική τους κατάρτιση τους έκανε να υπερβούν.
Το 1995 πέρα από σχηματικό και κλισέ σημείο αναφοράς για την εξέλιξη των Blur είναι και σε μουσικό επίπεδο αρκετά χαρακτηριστικό για τη σχέση της μπάντας με το περιβάλλον. Το The Great Escape αφού αποθεώθηκε ως κορωνίδα της σκεπτόμενης ποπ των 90s (που είναι) βρέθηκε στη σουρεαλιστική διασταύρωση αντικρουόμενων πυρών. Χτυπήθηκε και από τα αριστερά όταν άκον οδήγησε στις Britpop υπερβολές του καλοκαιριού και από τα δεξιά ως ψυχρό, εμμονικά λεπτομερειακό και πλήρες έργο. Ως ένας υπερβολικά τέλειος δίσκος δηλαδή της μόνης μπάντας στον κόσμο που η επιπόλαιη συμπεριφορά της θα μπορούσε να καταστήσει τον χαρακτηρισμό αυτό προβληματικό. Το Blur, η θεωρούμενη αμερικανική στροφή, υπήρξε στην πραγματικότητα η ιδανική συμπόρευση της μελωδικής ευαισθησίας του Albarn με την διαχρονική ελευθεριακή artfulness που τους κινητοποίησε. Το 13 ,το θεωρούμενο ως ακραίο όριο των credible Blur, είναι στην πραγματικότητα η ασυγχώρητη εκδοχή της αγχωμένης επιτήδευσης και ταυτοχρόνως η νίκη του μουσικού ταλέντου επί των αδιεξόδων της. Παρόμοια στερεότυπα, γοητευτικά παράδοξα και υπόγειες αλήθειες θα συνοδεύσουν την πορεία του ξεχωριστού αυτού γκρουπ προς τη δημιουργία ενός εντυπωσιακού καταλόγου που χαρακτηρίστηκε από ποικιλία, art-school συνέπεια, ελεγχόμενη πρόζα και συνεπή μελωδικό πυρήνα.
Όταν, λοιπόν, οι Coxon και Stephen Street εντόπισαν μέσα σε δεκάδες ώρες ενός πενθήμερου αυτοσχεδιασμού στο Hong Kong την προοπτική ενός κανονικού άλμπουμ, το χειρότερο άγχος και οι πιο εκνευριστικές βεβαιότητες εμφανίστηκαν ταυτόχρονα. Ξέραμε δυστυχώς πως αν ήταν να ηχογραφήσουν ξανά σε αυτό το στάδιο θα ήταν κάτι χαλαρό, αλλά όχι ΤΟΣΟ χαλαρό. Ξέραμε, ευτυχώς από την άλλη, ότι είναι το μόνο γκρουπ που μπορεί ακόμη και έτσι να παρουσιάσει κάτι αξιόλογο. Ένας συνθέτης που ακόμη και όταν προσπαθεί να γράψει χαλαρά, μακριά από ρεφρέν και συμβάσεις είναι αδύνατον να μην παρουσιάσει εκπληκτικές ποπ συνθέσεις. Μια μπάντα, η χημεία της οποίας ήταν πάντα λίγο πιο σπινθηροβόλα από τις επιρροές που κατανάλωνε η μουσική της μηχανική. Αυτοί είναι ακόμη και σήμερα οι Blur. Το μόνο ενεργό συγκρότημα στον κόσμο για το οποίο μπορούν να εξηγηθούν επιστημονικά οι λόγοι που είναι αδύνατον να βγάλει δίσκο λιγότερο από καλό και το μόνο συγκρότημα που μέχρι να βγει από το στούντιο αυτό δε σημαίνει τίποτε.
Ευτυχώς σε αυτή τη φάση τίποτε δεν τους σταματάει. Δεν υπάρχει κάποιο χτυπητό πρόβλημα στο δίσκο, κάτι που να είναι εμφανώς λάθος. Προσωπικά -και πιθανώς αυτό αφορά μόνο εμένα- δεν ενθουσιάζομαι με την εμφανή... blurriness του καλού κατά τα άλλα Lonesome Street και δεν τρελαίνομαι με το Go Out, που πάντως στο context του δίσκου λειτουργεί καλύτερα από ό,τι μόνο του. Το tracklisting επίσης θα μπορούσε να είναι καλύτερο, αλλά μικρή σημασία έχει στο τέλος. Παραδοσιακές εκδοχές του ρεπερτορίου τους όπως το blurpunk εκπροσωπούνται επάξια από στιγμές όπως το Ι Βroadcast που αντίθετα με την throwaway λογική παρόμοιων στιγμών του παρελθόντος ( Bank Holiday, Chinese Bombs, B.L.U.R.E.M.I. κλπ) έχει ένα κλικ πιο παιχνιδιάρικες αξιώσεις. Υπάρχει ο χαριτωμένος ''κοιτάξτε τι γράφω το πρωί που ξυρίζομαι, αλλά δεν ήρθα μόνο για αυτό στη ζωή'' αλμπαρνισμός του Ong Ong -''σίγουρο σινγκλ του καλοκαιριού'' θα το λέγαμε σε άλλες εποχές. Το Ice Cream Man πιο ύπουλο από όσο φαίνεται με τα ψυχεδελικά μπλιπ και τους ενδιαφέροντες στίχους πρέπει επίσης να εκτιμηθεί.
Εκεί όμως που ξεδιπλώνεται η αβίαστη μουσικότητα του γκρουπ, το εκτός συναγωνισμού συνθετικό ταλέντο του Damon είναι οι (με την ευρεία έννοια) μπαλάντες. Η συνθετική αρτιότητα, η υφέρπουσα μελαγχολία και η ελιτίστικη γείωση που κράτησε πάντοτε στο art-pop στρατόπεδο μελωδίες που στα χέρια οποιουδήποτε άλλου γκρουπ θα γίνονταν σουπερμάρκετ παιάνες. Στιγμές όπως τα New World Towers και Mirrorball μπαίνουν εύκολα στις σελίδες του ξεχωριστού κεφαλαίου ''μπαλάντες Άλμπαρν'' που φυλάει η Ιστορία για το μεγάλο βιβλίο της ποπ. Όσο για τα δύο χαιλάιτ του δίσκου, το ''Thought I was A Spaceman'' και το ανατριχιαστικά τέλειο ''Pyongyang'', είναι οι απτές αποδείξεις του μουσικού εκτοπίσματος του γκρουπ, επιστέγασμα αναγνώρισης για τη μόνη μπάντα που οι καλύτερες στιγμές της εικοσιπέντε χρόνια μετά τη δημιουργία της είναι αυτές που επενδύουν στα πιο προχωρημένα μουσικά τους ένστικτα. Πιθανότατα στο συλλογικό μύθο των Βlur και στις συνειδήσεις των φαν θα αποκτήσουν το στάτους στιγμών όπως τα ''He Thought Of Cars'', ''Death of A Party'', ''Strange News From Another Star'' κ.ο.κ.
Όσο οι Blur, λοιπόν, εξηγούν κατά την προώθηση του δίσκου την όντως σημαντική και συγκινητική εξέλιξη των σχέσεών τους, η μουσική κερδίζει μια ακόμη μάχη με την ιστορία για λογαριασμό τους. Ο χαρακτηρισμός sci-fi folk που έδωσε για το δίσκο ο Coxon σε αντίθεση με τις συνήθεις ανάλογες περιπτώσεις δεν αποτελεί μια θεωρητική γραφικότητα , αλλά ένα υπαρκτό και κατανοητό πλαίσιο ηχητικής αναφοράς που για μια ακόμη φορά κρατάει τους Blur μακριά από τη ρουτίνα και για μια ακόμη φορά δεν υπονομεύει την μελωδική τους προσωπικότητα. Και αν η στιχουργική λογική του Damon πολλές φορές λειτούργησε διχαστικά (τόσο η αφ' υψηλού σαρκαστική λογική των mid-90s όσο και η λίγο υπερβολική υπερέκθεση των σώψυχων στα late 90s) εδώ έχουμε τον καλύτερο Albarn ever. Πολιτικές παρατηρήσεις με την υπαινικτικότητα του προσωπικού στοιχείου που οι σύγχρονοί του δεν μπορούν να ονειρευτούν καν και προσωπικές ομολογίες που δε σε κάνουν να αισθάνεσαι αμήχανα όταν τις ακούς. ''When we were more like brothers../ Ι was running out of open roads to you ../ I don't know if I am losing you again..'' τραγουδάει στο Μy Tearracotta Heart για τον Coxon .Το ''Before you log out, hold close to me'' ντύνει χωρίς την υποψία κλισέ μελούρας την κιθάρα του ''Mirrorball''. Aν το γενικότερο θέμα του δίσκου είναι η αποξένωση από ένα περιβάλλον που βουλιμικά καταναλώνουμε, αν πίσω από κάθε υπαινικτική μουσική νότα που μπορεί να παιχτεί το 2015 χωρίς να γίνει κυνική βρίσκεται ο χαρακτήρας του απόμακρου outsider που βιώνει ενδοφλέβια και συχνά υποκριτικά τη μαζική απόλαυση ποτέ δεν υπήρξε και δε θα υπάρξει ιδανικότερη μπάντα από τους Blur για να παίξει το ρόλο.
Τι λείπει από τον δίσκο για να γίνει αριστούργημα; Η θέληση του γκρουπ να γράψει ένα τέτοιο, το αίσθημα πως διακυβεύεται κάτι σημαντικότερο από τη φιλία δύο ξεχωριστών μουσικών και την ψυχική υγεία μιας μπάντας που ήταν πάντα λίγο πιο αδιάφορη για τους φαν της από όσο άντεχαν και οι ίδιοι. Αλλά και πάλι μικρή σημασία έχει. Και ας τελειώσουμε με τη γραφική ερώτηση που συνοδεύει κάθε ενασχόληση με τους Blur. Kαι τώρα; Μέχρι να δώσει η ζωή την απάντηση λίγη μεταφυσική για το λιγότερο μεταφυσικό γκρουπ του κόσμου. Αν δίσκοι που στο παρελθόν ακούγονταν σαν να είναι οι τελευταίοι τους τελικά δεν ήταν, αυτός που ακούγεται σαν να μην είναι ίσως είναι. Θα δείξει. Το λιγότερο που αξίζει αυτό το τόσο σημαντικό συγκρότημα είναι λίγο μυστήριο. Εξάλλου όπως απογοητευμένοι για διαφορετικούς λόγους θα συμφωνήσουν φίλοι και εχθροί, στην υπόθεση Blur η καλή μουσική είναι πάντα το εύκολο μέρος.