The Ballad of Darren
Συνέπεια, συνέχεια και εξέλιξη μπορούν άραγε να πραγματωθούν ταυτόχρονα; (ερώτημα πέραν των ορίων κι ενός δίσκου) Και χωρίς ποιοτικές εκπτώσεις; Του Γιώργου Λεβέντη
Η μπαλάντα του Darren, το λοιπόν. Ποιος είναι ο Darren; Όπως όλοι πια μετά το προμόσιον του δίσκου γνωρίζουν, είναι ο γνωστός στους οπαδούς του γκρουπ "Smoggy", παλιός φαν της μπάντας που από τη δεκαετία του ‘90 έγινε ο επικεφαλής της ασφάλειάς τους και συνεργάτης του Albarn (στο Rockwave του 1999 τον είχε πιάσει και μια γρίπη όπως είχαμε ενημερωθεί τότε από το παλιό περιοδικό του φαν κλαμπ). Τι είναι η μπαλάντα; Στιλ τραγουδιού, σε mid-αργό τέμπο με καταγωγή από τα βάθη των αιώνων, στο οποίο ο Damon Albarn διαθέτει ασύγκριτο ταλέντο, και είδος που (ίσως...ίσως) σε αυτόν τον δίσκο ο δημιουργός του καταχράστηκε. Ποιοι είναι οι Blur; Το βρετανικό γκρουπ με το καλύτερο και συνεπέστερο ποιοτικά έργο των τελευταίων τριάντα χρόνων, εδώ σε ένα ακόμη επεισόδιο μιας ύπαρξης που πηγαίνει πια όπου τη βγάλει η κατά καιρούς επιθυμία των τεσσάρων να βρίσκονται μαζί.
Υπάρχει ένα κριτήριο που πάντα αξίζει να τσεκάρεις για να διαπιστώσεις αν ένας δίσκος των Blur στέκεται στο ύψος του: η δυνατότητα του γκρουπ να παράγει υψηλής αισθητικής μουσική χωρίς να κάνει συναισθηματικές εκπτώσεις, η ικανότητά του να αφήνει χώρο για τον εαυτό του μακριά από το κοινό, ακόμη και όταν το παίρνει μαζί της. Ακόμη και μετά το 2009, όταν πια το γκρουπ μπήκε στη φάση καριέρας που σε συνοδεύει η καθολική νοσταλγική αγάπη, φρόντισε να κάνει σαφές ότι η ύπαρξή του είναι αποκλειστικά δική του υπόθεση. Είναι αυτό το ταλέντο που σώζει το 'Narcissist' από την indie ευκολία και όχι μόνο το γλιτώνει από τον κίνδυνο να ακούγεται σαν κομμάτι γκρουπ που επηρεάστηκε από τους Blur, αλλά το έκανε ήδη ένα μικρό classic. Είναι αυτή η ποιότητα που μας θυμίζει στο 'Barbaric' πως κανείς πλην του Damon δεν μπορεί πια με τέτοια επιτυχία να συνδυάζει μελαγχολικό (έως καταθλιπτικό) στίχο/διάθεση με ένα αψεγάδιαστο ποπ breeze.
Ένα άλλο κριτήριο επιτυχίας είναι κατά πόσο ο δίσκος συνιστά εξέλιξη στην πορεία του γκρουπ. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό βέβαια για ένα συγκρότημα μετά από τριάντα πέντε χρόνια ένας θεός ξέρει, αλλά και μόνο το γεγονός ότι δεν φοβάσαι να το ρωτήσεις για τους Blur είναι ένα αδιανόητο παράσημο. Με το προηγούμενο - και πολύ υποτιμημένο - άλμπουμ τους («Magic Whip»), έδωσαν ένα εξαιρετικό δείγμα σύγχρονης adult γραφής και εφηύραν μια καθόλου αυτονόητη εκδοχή τoυ τι θα μπορούσαν να είναι μετά το 2010. Οπότε εδώ τι έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε; Να μην ακούγονται αγχωμένοι τις στιγμές που είναι σαφές και στους ίδιους (self consciously που λένε) τι ήχο και mood υπηρετούν. Το πετυχαίνουν μια χαρά. Να μην τους πλακώνει το βάρος της εμπειρίας και να προκύπτει ο εαυτός τους ως έκπληξη και όχι ως αναμονή. Είναι τόσο περίεργο και ιδιαίτερο συναισθηματικά συγκρότημα που και αυτό το πετυχαίνουν σταθερά. Τι άλλο θα μπορούσε, λοιπόν, να σημαίνει "εξέλιξη" μετά από τρεις δεκαετίες πέρα από το να συνεχίζεις να μην ακούγεσαι όχι απλά ως κάποια εκδοχή του παλιότερου εαυτού σου, αλλά ούτε καν ως κάποια εκδοχή σου που μπορεί να περιμένουν οι άλλοι από σένα;
Φυσικά, στο τέλος τέλος, δεν υπάρχει καλύτερος δείκτης επιτυχίας από την ποιότητα των τραγουδιών. Τα δέκα κομμάτια του Albarn που κατέληξαν στον δίσκο είναι όλα (με την εξαίρεση του 'Everglades') άξιες προσθήκες στην ιστορία τους. Τα τραγούδια είναι σχετικά μικρής διάρκειας, κάτι που μας στερεί λίγη από την έμφυτη πειραματική περιέργεια της μπάντας, αλλά προσφέρει συνοχή στο τελικό αποτέλεσμα. Τα τρία κομμάτια ('Rabbi', 'Swans', 'Sticks and Stones') που βρίσκονται μόνο στις deluxe/Japanese editions είναι και τα τρία μια χαρά και δεν θα έπρεπε να βρίσκονται μόνο σε αυτές τις εκδόσεις. Αλλά έχουμε 2023 και κάπως πρέπει να κινηθεί το χρήμα στην μουσική βιομηχανία (;) και αν δεν εκμεταλλευτούμε τους Blur ποιους θα εκμεταλλευτούμε;
Όπως προαναφέρθηκε, ο Damon το παρακάνει λίγο με τις μπαλάντες στον δίσκο, αλλά αφενός αυτό είναι το point εδώ, αφετέρου είναι τόσο καλός σε αυτό που το να παραπονεθείς σε βγάζει στα νερά της αχαριστίας. Το 'The Ballad' θυμίζει πως υπάρχει ένας και μόνο διάδοχος του Scott Walker, ενώ το 'The Heights' θα βρει τον δρόμο του στο μέλλον σαν fan favourite. Το αίσθημα απώλειας μοιάζει να είναι το θέμα του δίσκου και όποιος ασχολήθηκε με τον θόρυβο γύρω από την κυκλοφορία του έχει πιάσει το υπονοούμενο περί της προσωπικής ζωής του Albarn. Όσοι αφιερώσαμε κάποιον από τον χρόνο μας εδώ και τριάντα χρόνια ασχολούμενοι εμμονικά με τον καλλιτέχνη μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε και στίχους και να τους συνδέσουμε με περιστατικά, αλλά εδώ είμαστε σοβαρό σάιτ και όχι μεσημεριανή εκπομπή. Σημασία έχει πως ούτε μια στιγμή το βάρος του συναισθήματος δεν επηρεάζει την art-pop ανωτερότητα, ούτε μια στιγμή ο λυρισμός δεν γίνεται λυγμός και όποιος νομίζει ότι αυτό είναι εύκολο να το καταφέρεις, ας ρωτήσει και τους REM.
Αν υπάρχει ένας κίνδυνος στον δίσκο (που τελικά αποτρέπεται) αυτός έχει να κάνει με την μουσική και ψυχολογική κατασκευή του. Τα χαμηλών τόνων τραγούδια και η υποβλητική παραγωγή του James Ford ρισκάρουν να θυσιαστεί κάτι πολύ σημαντικό στο έργο των Blur. H εγγενής ένταση (τεχνική και συναισθηματική) που συνόδευσε μερική από την καλύτερη μουσική τους. Δεν θα είναι άδικη μια πρώτη απορία για το αν ο δίσκος μοιάζει για πρώτη φορά με προσωπική δουλειά του Damon. Προσωπική όχι με την έννοια της σύνθεσης, αφού ούτως ή άλλως όλα τα τραγούδια των Blur ήταν πάντα γραμμένα από τον Albarn, αλλά ως διάθεση. Αλλά η ανησυχία είναι μάλλον τσάμπα. Συνεχείς ακροάσεις θα δείξουν πως ο Coxon έχει πάντα τη δυνατότητα να δίνει κορμό στα σχέδια του Damon, πως μπορεί να δώσει σε ένα τραγούδι τα στοιχεία εκείνα που το κάνουν Blur, ακόμη και όταν δεν αντιδρά στη μελωδία αλλά απλά συνοδεύει. Οι τέσσερίς τους έχουν γίνει μόνο καλύτεροι μουσικοί με το πέρασμα του χρόνου και ίσως θα ήταν υπερβολικό να τους ζητήσουμε σε αυτή τη φάση ζωής να παίξουν με τρόπο άλλον από αυτόν που διαλέγουν να τους φέρει κοντά.
Είναι προς τιμήν των Blur πως η αισθητική και καλλιτεχνική αφετηρία της δουλειάς τους παραμένει αδιαπραγμάτευτη, πως ακόμη και με τον πειρασμό των ευκολιών του να είσαι heritage band το 2023, η μουσική τους ακούγεται όχι να αγκαλιάζει το συναίσθημα της νοσταλγίας, αλλά να το φοβάται. Και δικαιολογούνται να αναρωτηθούν πόσα άλλα γκρουπ στην ιστορία δημιούργησαν τέτοιες απαιτήσεις και ενθουσιασμό για το ένατο άλμπουμ τους.
Το «The Ballad of Darren» δεν είναι ένας τέλειος δίσκος, ούτε ο καλύτερος που θα μπορούσαν να βγάλουν σε αυτή τη φάση. Είναι όμως όσο καλός θα άξιζε σε ένα γκρουπ που όποτε αποφασίζει να προχωρήσει μαζί δεν διαλέγει ποτέ τον εύκολο δρόμο. Με τον τρόπο που λειτουργούν σήμερα οι Blur δεν ξέρεις πότε θα είναι η τελευταία φορά που θα σου δώσουν κάτι και σε κάθε δίσκο δεν μπορείς να μην το σκέφτεσαι. Το ‘TBOD’ δεν σου δίνει τίποτε για να ντραπείς ή να μετανιώσεις. Αν ήταν όντως ως εδώ, γκρουπ και φανς μπορούν να περπατάνε με ψηλά το κεφάλι.