Tomorrow's Harvest
Τώρα έχει και η ηλεκτρονική ένα καλό Harvest. Του Άρη Καραμπεάζη
Η περίπτωση των Boards Of Canada, τα επιτεύγματα τους, η εξέλιξη τους και η αλλαγή πλεύσης, που ενίοτε πραγματοποιούν (όπως και να ιδωθεί αυτή, θετικά ή αρνητικά), στα έστω και περιορισμένα ιστορικά- χρονικά πλαίσια της δράσης τους, αποτιμάται θετικά με άξονα τους ίδιους και τη μουσική που παραδίδουν και αρνητικά με ό,τι εκλαμβάνεται ως επιρροή και παρακολούθημα από τους περισσότερους εξ όσων "δανείζονται" στοιχεία από αυτούς. Σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους Pink Floyd, για τους οποίους θα μπορούσαμε να έχουμε σημαντικά λιγότερο αλγεινή άποψη αν και η τελευταία ανθυποηλεκτρική μπαλάντα σε κάθε γωνιά του πλανήτη γη δεν αντλούσε κουράγιο από την ανυπόφορη καθαρότητα και το πάντα αυτονόητο των προθέσεων τους. To allmusic.com βγάζει εννιά (μόλις!) followers για τους BoC από τους οποίους μετά βίας κρατάς τους δύο... ενώ αν το πας παρακάτω θα δεις ότι πράγματι έγινε ζημιά.
Θεωρητικά πάντως ότι ζημιά ήταν να γίνει έγινε και αν είναι να γίνει κι άλλη κύρια ευθύνη θα συνεχίσει να έχει το
(προσθέσετε το επίθετο υπερβολής της αρεσκείας σας) Music Has The Right To Children, συνεπώς απερίσπαστα μπορούμε να ασχοληθούμε με την νέα τους Μουσική. Η οποία μουσική έφτασε και πάλι στον τελικό προορισμό της μέσα από τεχνητούς δρόμους μυστηρίου και διαπλοκής, αλλά όσοι τυχόν ενδιαφέρεστε για αυτά, τα έχετε ήδη διαβάσει σε πραγματικό χρόνο, συνεπώς πάμε παρακάτω. Το Tommorow's Harvest είναι πράγματι η καλύτερη δουλειά των BoC μετά το παραπάνω ντεμπούτο και σε αυτήν ακριβώς την παραλλαγή του το εν λόγω κλισέ πρέπει να προταθεί κατ' αρχήν, διότι αποτελεί την μόνη αλήθεια. Και ως εκ τούτου είναι μακράν καλύτερο από ότι ambient-ίζον, αφηρημένα κινηματογραφικό και επιτηδευμένα αφαιρετικό και ατμοσφαιρικό έχουμε ακούσει εδώ και πολλά χρόνια, με τις προσωπικές- υποκειμενικές εξαιρέσεις του καθενός απολύτως αποδεχτές. Δεν θα τα χαλάσουμε σε κάτι τέτοια...
Ο δίσκος ανοίγει εντυπωσιακά, καθώς τα τρία λεπτά του Gemini είναι μία πρώτης τάξεως γενναία μινιμαλιστική άσκηση τακτικής, που ενώ κάπου στη μέση αποκαλύπτει ένα υποψήφια εθιστικό synthεματάκι αρνείται να ασχοληθεί επί μακρόν μαζί του και λίγο μετά απλά τελειώνει. Από το Reach For The Dead και μετά και μέχρι το τέλος χωρίς διακοπή (αλλά όχι και χωρίς διακριτές εξάρσεις) γίνεται ο συνήθης υπόγειος κακός χαμός, στον οποίο το ντουέτο μας έχει συνηθίσει ακόμη και στις αμήχανες μέρες του. Αυτός ο κακός χαμός στο μυαλό του διαβασμένου ακροατή δημιουργεί βάσιμες υποψίες για το κατά πόσο τελικά οι BoC φιλτράρουν επιτυχημένα τα πάντα εξ όσων συμβαίνουν στη μουσική γύρω τους, πίσω τους και μπροστά τους, ή αν απλώς κατέχουν την ουσία της κάθε ιδέας σε τέτοιο βαθμό, ώστε η διάνοια τους - που και πάλι είναι καθολική και δεν αφήνει τίποτε από έξω- συναντάται απλώς με την διάνοια των υπολοίπων, που πάντως είναι επιβεβαιωμένα μερική.
Και τούτο διότι ο θρύλος που τους θέλει να μην ακούνε μουσική άλλη εκτός από την δική τους, συνεχίζει να κυκλοφορεί εκεί έξω χωρίς να διαψεύδεται. Το ορθό είναι βέβαια να πούμε ότι δεν χρειάζεται να διαψευστεί, αλλά ούτε και να επαληθευτεί. Οι BoC - όποια και αν είναι η μέθοδος τους- έχουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που φέρνουν οι Daft Punk. Χωρίς να θέλω να πω ότι η μουσική τους είναι σώνει και καλά καλύτερη (παρότι στα δικά μου αυτιά και γούστα, αυτό συμβαίνει) είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για την απόλυτα δική τους μουσική, που πρέπει να την διαμελίσεις σε βαθμό μαζοχιστικής ιδιοτροπίας, για να αρχίσει να σου αποκαλύπτει τα συστατικά της. Και αν το κάνει...
Με ισόποσες δόσεις από αφηρημένη νοσταλγία και οικεία άγνωστο περιβάλλον, η μουσική των Boards Of Canada παραμένει μία φαινομενικά εύκολη μουσική, που όμως - όπως πολύ καλά ξέρουμε πλέον- αποκαλύπτει συνεχώς νέα επίπεδα προσπελασιμότητας της και αυτό είναι τελικά και το σημαντικό ξεχωριστό της στοιχείο. Στο Jacquard Causeway για παράδειγμα ένα και μόνο θέμα, σύντομο και σχεδόν μη ολοκληρωμένο, γυρνάει τόσο περίτεχνα για έξι και κάτι λεπτά και με λίγες μόνο νότες να το περικλείουν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε επόμενο γύρισμα, ώστε σχεδόν πραγματοποιεί το κατά Brian Eno επιδιωκόμενο της μουσικής που κάθε φορά που την ακούς είναι διαφορετική (κάπου διάβασα ότι πήγε να το κάνει κάποτε- δεν ασχολήθηκε ποτέ περαιτέρω...). Απλά ταχυδακτυλουργικά κόλπα για τους λίγους που ξέρουν να τα χειρίζονται δηλαδή. Υπάρχουν πάλι σχεδόν ξεδιάντροπα hooky chill out περάσματα όπως το New Seeds λίγο πριν το τέλος του δίσκου, που έρχονται να θυμίσουν ότι οι συλλογές για στιγμές απόλυτης χαλάρωσης δεν είναι απαραίτητα μάστιγα στους κόλπους της σοβαρής μουσικής. Η μουσική των BoC άλλωστε πάντα κρατάει σωστές αποστάσεις από το να χαρακτηριστεί ατόφια σοβαρή, και αυτές οι αποστάσεις έχουν να κάνει και με την άψογη τεχνική με την οποία φλερτάρει με την όποια εμπορικότητα της.
Έξυπνη μουσική από την πλευρά αυτών που την φτιάχνουν και μόνο, που δεν δημιουργεί τέτοιου είδους απαιτήσεις για τους ακροατές της και ούτε τους υποβάλλει τυχόν σε I.Q. Test για να μπορέσουν έστω και να ασχοληθούν μαζί τους. Ευτυχώς δηλαδή...