Ο κύριος με το πληθωρικό μουστάκι και την καράφλα στο εξώφυλλο του δίσκου, δεν είναι άλλος από τον κύριο που βαφτίστηκε Will Oldham και αφού υπέγραψε με διάφορους συνδυασμούς της λέξης Palace (Palace Brothers, Palace Music κ.ά.) τους πρώτους του δίσκους, φαίνεται να κατασταλάζει στο σχετικό (με τα προηγούμενα) όνομα Bonnie "Prince" Billy, που αν και στοιχημάτιζα ότι ανήκει σε κάποια ξεχασμένη μπλουζίστρια ή έστω κάποιον ανάλογο κιθαρίστα, παραπέμπει τελικά στο όνομα Bonnie "Prince" Charlie, με το οποίο είναι γνωστός ένας πρίγκιπας και μινι-λαϊκός ήρωας στη Σκοτία του 18ου αιώνα. Και αν τα παραπάνω πριγκηπικά και παλατιανά φαίνονται λίγο ειρωνικά, ο έτερος νονός του Oldham (κατά τα λεγόμενά του), και επίσης μίνι-λαϊκός ήρωας (αλλά της άλλης μεριάς του Ατλαντικού) Billy the Kid, βρίσκεται πιο κοντά στα "κατατόπια" του Oldham... Για να τελειώνω όμως με τις ριψοκίνδυνες -εκ μέρους μου- ιστορικές αναφορές, θα προσθέσω ακόμα ότι ο Oldham θεωρείται από τους πρωτοπόρους της country-folk, λέγε με και americana, αναβίωσης των τελευταίων 15 χρόνων, ό,τι και αν σημαίνει αυτό.
Μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο αποκαλύπτει πάνω από 35 διασκευές σε τραγούδια του, έναν εντυπωσιακό αριθμό αναλογουμένων των χρόνων που βρίσκεται στο κουρμπέτι αλλά και της μικρής διείσδυσης της μουσικής του σε ευρύτερα ακροατήρια. Συνεισφέροντας στις (γενικά ενδιαφέρουσες) μουσικές ανταλλαγές και δανεισμούς μέσω των διασκευών, κυκλοφόρησε πριν 2 χρόνια ένα μέτριο δίσκο σε συνεργασία ("περίεργη" και μάλλον ατυχή) με τους Tortoise. Φαίνεται ότι δεν το βάζει κάτω όμως και επιστρέφει με ακόμα ένα μίνι-δίσκο διασκευών (+ ένα δικό του κομμάτι), επιλέγοντας αυτήν τη φορά να τον συνοδεύσουν η Meg Baird και ο Greg Weeks από τους Espers.
Παινεύοντας απροκάλυπτα το "σπίτι μας" θα έλεγα ότι το σχετικό με τις διασκευές αφιέρωμα του MiC πριν μερικά χρόνια ήταν εξαιρετικό. Σε ένα ανάλογο αφιέρωμα θα έγραφα ότι οι διασκευές που με γοητεύουν είναι αυτές που ο καλλιτέχνης καταφέρνει να μεταμορφώσει και να ανασκευάσει κάτι ξένο, διασκευάζοντας ταυτόχρονα και τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από αυτό. Επιπλέον, η επιλογή πολύ γνωστών και "καμμένων" κομματιών σίγουρα δε βοηθάει το εγχείρημα. Αγαπητό και καλό παράδειγμα των παραπάνω, το παραγνωρισμένο "Sorry I made you cry" των Czars. Πρόσφατο κακό παράδειγμα το "Twelve" της Patti Smith. Εδώ, ο Oldham βρίσκεται κάπου στη μέση. Η επιλογή των κομματιών δημιουργεί προσδοκίες, ο Oldham φέρνει τα κομμάτια στα μέτρα του, τα κάνει σε σημαντικό βαθμό αγνώριστα, αλλά δεν καταφέρνει να κρύψει και τον εαυτό του πίσω από κάτι διαφορετικό. Αυτό φυσικά δεν είναι και τόσο κακό, εφόσον μένοντας σε υψηλό επίπεδο, ο Bonnie "Prince" Billy, προσθέτει ακόμα έναν καλό δίσκο στο πλούσιο ενεργητικό του.
Και δε φαίνεται να δυσκολεύεται καθόλου, με επιλογές από δημιουργούς λιγότερο ή περισσότερο κοντινούς στο στυλ του. Η μικρή διάρκεια του δίσκου και το ακουστικό και μελαγχολικό πέπλο που ρίχνει ο Oldham πάνω από τα κομμάτια, συνεισφέρουν σε ένα ιδιαίτερα ομοιογενές σύνολο και έτσι είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσεις π.χ. ποιο είναι το τραγούδι του Merle Haggard, ποιο των Danzig (!!) και ποιο της Bjork (από το soundtrack του "Dancer in the Dark")... Και αν το παραπάνω απλά εντυπωσιάζει, η επιλογή του "The world's greatest" του R. Kelly που κλείνει το δίσκο παραδόξως κλέβει την παράσταση. Γενικά, τα τραγούδια είτε ερμηνεύονται γυμνά, με τη συνοδεία κιθάρας, είτε ελαφρώς ενδεδυμένα με τα φωνητικά της Baird και το τσέλο, αποδίδονται πολύ όμορφα και με δυσκολία θα ξεχωρίσω το εναρκτήριο "I came here to hear the music" του Newbury, το "My life" του Ochs και το "Cycles" του Sinatra (γραμμένο από τον G. Caldwell).
Έστω και στην τελική ευθεία, ο πρίγκιπας μας δίνει έναν από τους καλύτερους (ακουστικούς) δίσκους της χρονιάς, προετοιμάζοντας το έδαφος για το αναμενόμενο ανάλογο εγχείρημα της Cat Power και αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθούν τα σκήπτρα του, έστω και στον καλλιτεχνικό μικρόκοσμό του.