BXI
Οι extreme rockers, o notorious singer και το damn good ep τους. Του Άρη Καραμπεάζη
Για κάποιο απροσδιόριστο λόγο θεωρούσα ότι οι Ιάπωνες extreme rockers Boris είναι από τα αγαπημένα μας γκρουπ εδώ στο Mic, αλλά διαπιστώνω ότι ούτε καν έχουμε παρουσιάσει κάτι δικό τους και απουσιάζουν παντελώς από τη βάση δεδομένων μας. Θυμάμαι πάντως ότι ο Γιάννης Πολύζος είχε εξαντλητικά εκθειάσει την εμφάνιση τους στο Primavera Sound του 2008. Κάτι είναι και αυτό. Δύο χρόνια μετά (όσα και από την κυκλοφορία του εξαιρετικού Smile), τους βρίσκουμε μαζί με την τελευταία πραγματικά μεγάλη ροκ φωνή (άντε μαζί με τον Mark Lanegan, εδώ θα τα χαλάσουμε...), να κινούν σε όλο το μουσικό τύπο υποψίες για το πως υποτάχτηκαν στην straight rock λογική του Astbury, αντί να τον υποτάξουν στη δική τους ανωμαλία. Και εκ τούτου να τρώνε "φτυάρι"με τη σέσουλα.
Δεν το βλέπω έτσι και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι ο Ian Astbury (από καιρό ξοφλημένος, ας μην κρυβόμαστε) κυριάρχησε επί των Boris. Αντίθετα για μία μπάντα που επί δεκαπέντε σχεδόν χρόνια ανακατανέμει (άλλοτε με περισσσότερη επιτυχία, άλλοτε με λιγότερη) τις συνιστώσες του ροκ, πιάνοντας το νήμα αυτού από τα βάθη των Melvins ("νονοί" τους άλλωστε) και πηγαίνοντας το ακόμη πιο χαμηλά εκεί που πλέον μεγαλουργούν ονόματα όπως οι Sunn O))) (με τους οποίους και έχουν συμπράξει), η ροκ ευθύτητα ίσως και να είναι η μεγαλύτερη πρόκληση. "Κλέβουν" τη φωνή του Astbury και ακούγονται ως τίποτε περισσότερο (αλλά και τίποτε λιγότερο) από τους ιδανικούς Cult (σκέτο χωρίς Southern και Death) των 10s. Τι νόημα θα είχε ένα υπαρξιακό doom με την Φωνή να ξεψυχάει κάπου θαμμένη σε μια άκρη. Περισσότερο εξυπνακίστικη επίδειξη δύναμης θα ήταν, παρά συνεργασία.
Πιάνω ανάποδα το νήμα, από το σχεδόν guilty pleasure συρόμενο rock του Magickal Child που κλείνει το EP θυμίζοντας ότι πράγματι σε αυτό το δίσκο συμμετέχουν και οι Boris. Ο Astbury δοκιμάζει τις ακροβασίες της φωνής του πάνω σε εξαφανισμένες ροκ μελωδίες και σε ψυχεδελικές ελλείψεις. Λίγο πριν η δεύτερη πλευρά του δίσκου, δεν ξεκινάει με Astbury, αλλά με μία απολύτως θεμιτά ευθεία ανάγνωση του Rain, ενός ΠΟΛΥ μεγάλου τραγουδιού των Cult, που είναι πλέον 25 ετών! Αρκετοί την χαρακτηρίζουν ως ημί-kraut διασκευή, ας είμαστε συγκρατημένοι όμως. Στην πρώτη πλευρά είναι που οι Ιάπωνες συνειδητά υποδύονται την υποταγμένη στον θρύλο του παρελθόντος μπάντα. Το αποτέλεσμα όμως είναι μακράν σπουδαιότερο από ότι πλασάρεται εσχάτως ως δήθεν ροκ. Ο Astbury είτε σου αρέσει, είτε όχι, παραδέχεσαι ότι κατέχει καλά τα όρια του macho rock προτού αυτό καταντήσει γελοίο και ότι ξέρει να είναι τόσο επικός, όσο πρέπει για να μην είναι αλλοπαρμένος. Ευτυχώς δηλαδή τα "φεγγάρια" που την είδε Jim Morrisson, δεν του άφησαν κουσούρια. Τα Teeth And Claws και We Are Witches είναι δύο εξαιρετικά ροκ τραγούδια σε εποχή ανομβρίας για το είδος. Ροκ των σταδίων με τα τσιμέντα και όχι αυτών με τους VIP μπουφέδες στις κερκίδες.
Σε όλα αυτά προσθέστε την "έξυπνη" κίνηση της extended play κυκλοφορίας. Σε εποχές που δεκάδες άλμπουμ γεμίζουν καθημερινά τους σκληρούς δίσκους όλων μας, ένας δίσκος που δεν έρχεται με περισσεύματα και γεμίσματα, ειδικά καθότι εμπεριέχει πράγματι ένα καταρχήν παράδοξο στη δημιουργία του, κερδίζει ασφαλώς την θετική προσοχή του ακροατή. Ο Δημήτρης Κάζης όταν του το πρότεινα το απέρριψε ως "δευτεροκλασάτο metal με τον Astbury να τραγουδά ως Βασίλης Παπακωνσταντίνου των 80s" και ο εν λόγω απόλυτα επιτυχής χαρακτηρισμός τόνισε εκ του αντιστρόφου τον ενθουσιασμό μου για αυτά τα τέσσερα τραγούδια!