Film Music 1976- 2020
Ο τομέας της... ινολογίας καλύπτει τεράστιο εύρος στην μουσική, τα soundtrack αποτελούν μόνο ένα μικρό υποσύνολο. Μια απόπειρα προσέγγισης του όλου μέσω του μερικού από τον Αντώνη Ξαγά
Σαφής και ξεκάθαρος ο τίτλος της συλλογής, υποθέτω επιλέχθηκε μιας που ο εξίσου σαφής και ξεκάθαρος (αλλά και πιο εύστοχος όπως θα δούμε) «Music for films» ήταν… πιασμένος, από τον ίδιο κιόλας, ξεκινώντας από τον ιστορικό ομώνυμο δίσκο του 1978 και τις πολλαπλές του συνέχειες (ως Volume II, III και μετά «More music for films». Μπορεί αμφότεροι να μοιάζουν εξίσου ‘generic’ και χρηστικά περιγραφικοί, η ειδοποιός διαφορά είναι αυτή η πρόθεση «για». Η οποία όπως λέει η γραμματική αναγνώριση υπονοεί πρόθεση, σκοπό και… χρηστικότητα.
Είναι γνωστή η σχεδόν μυθιστορηματική σκηνή όπου ο Brian Eno περιμένει την πτήση του στο αεροδρόμιο μεταξύ Βόννης και Κολωνίας, σε αυτή την limbo κατάσταση μεταξύ ανίας και προσδοκίας που έχει κάθε ταξιδιώτης σε ένα από αυτά τα χρηστικά κατασκευάσματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής (Gebrauchsarchitektur! – και η άχρηστη-άσχετη πληροφορία: το αεροδρόμιο εκείνο το είχε σχεδιάσει ο πατέρας του Florian Schneider των Κraftwerk), η μπρουταλιστική ανεμπνευσιά αυτού και της γενικότερης ατμόσφαιρας λέγεται ότι ήταν η σπίθα που οδήγησε στο «Music for airports». Ξανά η πρόθεση «για»…
Η έννοια της χρηστικής μουσικής (Gebrauchsmusik, γερμανιστί, όπως καθιερώθηκε από κάποιους μουσικολόγους των αρχών του 20ου αιώνα και ταυτίστηκε με ονόματα όπως π.χ. ο Paul Hindemith ή o Carl Orff), της «μουσικής για…» (συμπληρώστε το κενό κατά βούληση) έχει προκαλέσει κατά καιρούς έντονες συγκρούσεις στους κύκλους των φιλοσόφων της μουσικής ακόμη και των απλών ακροατών, όντας φορτισμένη με μια ευτελή «χρησιμοθηρική» διάσταση εξυπηρέτησης ενός σκοπού (που για κάποιους μπορεί ακόμη και να παραπέμπει στον οικονομικίστικο ψευδο-επιστημονικό ωφελιμισμό μπενθαμιανής καταγωγής), ο Αντόρνο ξιφούλκησε ‘κολλώντας’ της μέχρι και κρυπτοφασιστικές τάσεις. Με την σύγκρουση να βολοδέρνει μεταξύ των ορίων της agit-prop και της «τέχνης για την τέχνη», και φυσικά να μην έχει απάντηση όπως κάθε τέτοια ανθρωπογενής διαμάχη, με βάσιμα επιχειρήματα από αμφότερες πλευρές, δύσκολο είναι ωστόσο διαφύγει της προσοχής μας η παρατήρηση ότι για αιώνες η μουσική (η τέχνη γενικότερα) υπήρξε απόλυτα και σχεδόν αποκλειστικά χρηστική, είτε στα πλαίσια της λατρείας μιας ανώτερης δύναμης (θειικής ή κοσμικής) είτε μιας κοινοτικής ‘χρηστικότητας’. Μόνο μετά τον ρομαντισμό ήρθε η απελευθέρωση(;) από τα δεσμά των εξουσιών και αφέθηκαν λυτοί να εκφραστούν οι δαίμονες που έκρυβε το άτομο μέσα του.
Ακόμη πάντως και στην σύγχρονη εποχή της ακατάσχετης αυτοαναφορικότητας, μεγάλο μέρος της μουσικής εξακολουθεί, κεκαλυμμένα ή απροκάλυπτα, να υπηρετεί έναν χρηστικό σκοπό, και ας μην απομακρυνθούμε κι άλλο από το θέμα μας, η έννοια του soundtrack, της ηχητικής δηλαδή επένδυσης εικόνων τι άλλο παρά «χρηστική» δεν είναι; Και διόλου περίεργο δεν είναι ότι ο Eno διέπρεψε και σε αυτό τον τομέα, όντας βασικά εκείνος που ουσιαστικά απενοχοποίησε στα σύγχρονα αυτιά και μυαλά την «χρηστική μουσική», και μάλιστα ποικιλοτρόπως, απεκδύοντας την υποτιμητική της στάμπα και αναδεικνύοντας την δική της απελευθερωτική διάσταση. Γιατί η ύπαρξη ορίων, ακόμη κατά παραγγελία προαπαιτήσεων (κάπως έτσι, με σαφείς δηλαδή οδηγίες και προϋποθέσεις από την Microsoft, δεν έγραψε ο Eno και κάποια από τα πλέον πολυακουσμένα τέσσερα δευτερόλεπτα ήχου, την εναρκτήρια δηλαδή μουσική των Windows ’95;), μπορεί να λειτουργήσει κατ’ αυτό τον τρόπο, κι ας ακούγεται φαινομενικά οξύμωρο. Πως το είχε θέσει με σχετική αφορμή ο σπουδαίος βιολόγος Στήβεν Τζέι Γκουλντ; «Η τέχνη προκύπτει από τους περιορισμούς. Η ουσία κάθε πίνακα είναι το πλαίσιο που τον οροθετεί». Η «απόλυτη ελευθερία ως απόλυτη σκλαβιά» θα ήταν μια συνεπαγωγή που θα μας οδηγούσε σε άλλους ακόμη πιο κακοτράχαλους και προκλητικούς δρόμους… Ας μην την ακολουθήσουμε.
Αν παρατηρήσουμε την εξελικτική ροή της τέχνης (ή και τεχνικής, δεν είναι πάντοτε εύκολη η διάκριση, πολλοί μάστορες του είδους κατέφυγαν σε αυτήν χάριν ευκολίας, ξεκινώντας ακόμη και από τον τεράστιο Morricone), μπορούμε να διακρίνουμε δύο ρεύματα, τα οποία σε μια ακόμη πιο τολμηρά ευρύτερη οπτική διατρέχουν όλη την ιστορία της τέχνης από τα αρχαία χρόνια: αυτό του έπους και αυτό της λυρικής ποίησης (κι ας μην θολώσει εδώ η ματιά μας χαμένη σε αναρίθμητα fractal παραποταμάκια). Τα οποία στην σύγχρονη εποχή έφτασαν να εκφραστούν αντιθετικά μέσα από έναν άσπονδο… γαλλο-γερμανικό άξονα: είναι έτσι λοιπόν δύσκολο να φανταστούμε την επική κινηματογραφική αφήγηση (με εξέχον χαρακτηριστικό παράδειγμα τον mainstream αμερικάνικο κινηματογράφο και τις μουσικές του) χωρίς την επιρροή της μουσικής του Wagner και της ολοκληρωτικής (με κάθε διάσταση του όρου) της επιβολής (για να μην αναφερθούμε και στην συνεισφορά του στην χρήση του leitmotiv στην αφήγηση). Από την άλλη, σαν μια άτυπη απάντηση στις συμφωνικές σιδερόφρακτες ...μεραρχίες του Ριχάρδο (και υπό τις επιταγές του… αντι-βαγκνερικού Νίτσε και της περίφημη προτροπής του «Il faut mediterraniser la musique», πρέπει δηλαδή να ‘μεσογειοποιήσουμε’ την μουσική), η γαλλική απάντηση ήταν η πλήρης απογύμνωση, η γυμνή (…γυμνοπαιδιακή αν θέλετε) απλότητα που ανάγεται κυρίως στον Σατί (και όχι μόνο όμως) και στην «musique d’ameublement» του, την μουσική ως έπιπλο στον χώρο, ως ‘ατμόσφαιρα’, ‘ηχοτοπίο’, με την καθοριστική μεν, διακριτική δε παρουσία.
Και κάπως έτσι (διακριτική=discreet, αν πιάνετε το υπονοούμενο), επιστρέφουμε στον Eno, είναι νομίζω προφανές σε ποια δημιουργική γραμμή ανήκει, έχοντας πάρει βέβαια την σκυτάλη από κάμποσους άλλους ενδιαμέσους (π.χ. John Cage, Terry Riley κ.ά), ένα συμπέρασμα που ενισχύεται ακούγοντας και αυτή την συλλογή, η οποία μαζεύει κάποια (μέσα από δεκάδες) από τα πιο σημαντικά έργα που έγραψε ο Eno ως επένδυση για κινούμενη εικόνα (είτε κινηματογραφικού φιλμ είτε τηλεοπτικής σειράς). Μια διακριτικότητα η οποία τονίζεται… εμφατικά και από την αξιοσημείωτη αισθητική της ενότητα και ομοιογένεια, κι ας καλύπτει σχεδόν τέσσερις δεκαετίες συνιστώσα (το πιο παλιό κομμάτι είναι το υπέροχο «Final sunset» που υπήρχε και στο πρώτο «Music for films» από την ταινία «Sebastiane» του Derek Jarman, το οποίο θα μπορούσε να είχε γραφτεί και… αύριο), αναδεικνύοντας και μια συνέχεια στο ηχητικό του όραμα πέραν της εξέλιξης των τεχνικών μέσων και αντιλήψεων (απλές δομές από πολύπλοκα συστήματα αλλά και το αντίθετο, κατά την πλέον μοντέρνα θεωρία της επιστήμης). Μια διακριτικότητα η οποία σε αναγκάζει να ψάξεις να βρεις συνώνυμα για την ησυχία, την γαλήνη, αν δεν σε οδηγήσει σε ad nauseam στερεότυπα (και αυτοαναφορικά!) επίθετα τύπου «κινηματογραφικός (κατά μία οπτική ολόκληρο το έργο του Eno είναι μια μουσική για μια φανταστική ταινία). Και μία διακριτικότητα η οποία αναδεικνύεται ακόμη και στις λίγες φορές που τον ακούμε να αναλαμβάνει ο ίδιος τα φωνητικά (όπως π.χ. στην διασκευή του στο «You Don’t Miss Your Water» από το «Married to the mob» ή στο λιγότερο γνωστό «Under» από το «Cool World»), ο τρόπος που τραγουδά έχει μια βελούδινη εξωστρεφή εσωτερικότητα, μια καταπραϋντική ανέκφραστη εκφραστικότητα, διόλου επιδεικτική, χωρίς τσαλκάντζες και γυρίσματα, «τραγούδι χωρίς μύες» όπως έχει εύστοχα ειπωθεί.
Μια συλλογή λοιπόν αφορμή για ευρύτερες σκέψεις, όπως πρέπει να είναι και μία συλλογή, πέρα από κατά βάση α-νόητες, άνευ νοήματος, παρατηρήσεις του τύπου «γιατί υπάρχει το Τάδε ή/και λείπει το Δείνα» . Εν προκειμένω πάντως, δεν λείπουν τα SOS από ταινίες όπως το «Trainspotting», το «Dune» ή το «Heat», υπάρχουν και τα ακυκλοφόρητα καλούδια, είναι και αντιπροσωπευτική και ευρεία χρονικά, δεν θέλουμε κάτι παραπάνω. Άλλωστε με τον Eno δεν ξεμπλέκεις εύκολα, ούτε με μια συλλογή ούτε με ένα βιβλίο (μόνο ίσως με μια «Eno-cyclepedia Britannica» όπως έγραψε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά ακόμη και ο βιογράφος του ο David Sheppard). Οι απόψεις του, η προσφορά του, η δράση και το εύρος όλων αυτών συνιστούν μια διαρκή πρόκληση για κάθε μουσικόφιλο, ανοιχτή για ένα σωρό διαφορετικές γωνίες προσέγγισης (και μεταξύ μας αναμένουμε με ενδιαφέρον και μια τέτοια έκδοση του φίλου και συνάδελφου Στυλιανού Τζιρίτα).
Μέχρι τότε ας πατήσουμε εδώ το repeat…