(...εικοσάχρονος συνθετικά ιδιοφυής Αμερικάνος κολεγιόπαις επιδιώκει να κλέψει από τον Will Oldham τα ηνία της παρανοϊκής μανίας για απόρριψη, από τον Bill Callahan το όσκαρ πρώτης θεατρικής ερμηνείας, από τον Mark Linkous τις πατέντες για φρέσκο lo-fi με... 70ς αναφορές, για να γευτεί τελικά όσα ποτέ του δεν κατάφερε ο Mark Eitzel...)
'I've got a catholic block, inside my head'... οι Sonic Youth εδώ και πολλά χρόνια, από τον καιρό του 'Sister'lp, έχουν καταφέρει να εντοπίσουν με ακρίβεια το μεγαλύτερο πρόβλημα της αμερικάνικης νεολαίας που με το πέρασμα των χρόνων και τη διαδοχή των γενεών μετεξελίσσεται σε πρόβλημα της αμερικάνικης κοινωνίας. Επειδή όμως κάθε κανόνας επιβεβαιώνεται δια των εξαιρέσεών του, κάθε τόσο συναντάμε είτε στην τέχνη, είτε στην πολιτική, είτε σε διάφορες άλλες δραστηριότητες προσπάθειες να βγει το κακό από το κεφάλι... Ο Conor Oberst παλεύει για αυτό από τα δεκατρία του χρόνια και προσπαθεί να μετατρέψει σε ξέσπασμα μια τυπικά συντηρητική καθολική ανατροφή. Θα ήμασταν άδικοι αν λέγαμε ότι δεν το καταφέρνει...
Το σχήμα των Bright Eyes αποτελεί κατ' ουσία προσωπική του υπόθεση, χωρίς να υποτιμάται όμως η βοήθεια εκλεκτών μελών του εναλλακτικού τμήματος της σύγχρονης αμερικάνικης lo fi/college/alt. country κ.λ.π. κ.λ.π. σκηνής (μέλη από τους έξοχους Lullaby for the working class). Τα δώδεκα τραγούδια του καινούργιου του 'Fevers and Mirrors' lp επαναφέρουν στο τραπέζι των μουσικόφιλων συζητήσεων λέξεις όπως ψυχική γύμνια, συναισθηματικό γδάρσιμο και ψυχολογική κατάρρευση... χωρίς τέλος. Ο νεαρός δεν ξέρουμε αν έχει περάσει πολλά, αν έχουν δει τα μάτια του τόσα όσα ξέρει να διηγείται, αν δικαιολογεί η πραγματικότητα που τον περιβάλλει το βάρος και την καταχνιά αυτού του δίσκου (που ξεκινάει από το φορτωμένο «μπαρόκ» εξώφυλλο και κορυφώνεται στο περιεχόμενο φυσικά), πάντως κατάφερε να μας ρίξει μετά από καιρό και πάλι στα... σκληρά (ακούσματα).
Ο ήχος του ξεπηδάει από το αλκοολικό ροκ των 70ς (βλέπε Cockney Rebel), αποκτά μορφή στις 80ς εκδοχές του (πρώιμοι Violent Femmes), κάνει σύντομη στάση στην Ευρώπη για να συναντήσει την ασυναρτησία (όπως την μετουσίωσε σε τέχνη ο Shane Mc Gowan και οι Pogues) και αναζητά την ιδανική εικόνα του στο αυτοκαταστροφικό lo fi του Will Oldham. Οι στίχοι του αντανακλούν τις σκέψεις ενός ανθρώπου που δε βιάστηκε να μεγαλώσει, αλλά υπέστη κάτι χειρότερο. Δεν τον άφησαν να περάσει καν στο στάδιο της παιδικής ηλικίας. Ιστορίες για παιδικά τραύματα, για καταστραμμένη οικογενειακή ζωή, για αυτήν που μας παράτησε και την είδαμε την επομένη ακριβώς με κάποιον άλλον, παιχνίδια με τις αντοχές του υποσυνείδητού μας, απλές καθημερινές εικόνες των δρόμων και ένα σωρό συγκλονιστικά ασήμαντα πράγματα (που αν είχες ψυχή θα έπρεπε να μη σε αφήνουν να κοιμηθείς το βράδυ...) περνάνε από τις διηγήσεις του.
Το άλμπουμ ξεκινάει με παράξενες παιδικές διηγήσεις και ένα μουρμουρητό... για να περάσει βίαια στα δύο πιο συγκλονιστικά κομμάτια του δίσκου, που σου έρχονται νωρίς νωρίς εκεί που δεν το περιμένεις. Το ελεγειακό 'A scale, a mirror and those indifferent clocks' και το 'The calendar hung itself' που πολύ απλά μπορεί να σε αναγκάσει να το ακούς για ώρες μη αντέχοντας να αποχωριστείς την κυνική αποδοχή της απόρριψης που εκφράζεται με χιλιάδες παιδιάστικες απορίες... Ένα ψευδοΙρλανδικό τέλος μεθυσιού στο 'When the curious girl realizes she is under glass' και ένα σωρό άλλα τραγούδια που στιγμή δεν αποκλίνουν από τους κανόνες που εξετέθησαν παραπάνω. Και ίσως αυτό να είναι το μοναδικό μειονέκτημα του δίσκου.
Αν ο Conor συνεχίσει έτσι, προβλέπω μεγάλα πράγματα σε επίπεδο καλλιτεχνικής δημιουργίας. Αν όχι, θα ξέρουμε πως επιτέλους είναι καλά το παιδί... και θα πρέπει να χαιρόμαστε για αυτό. Ακούστε οπωσδήποτε αυτό το δίσκο όσοι έχετε ειδική σχέση με όλα τα παραπάνω ονόματα, όπως και με τους Tindersticks, τον Nick Cave, την φαμίλια Buckley κ.ο.κ. Υπάρχει μεγάλη φλέβα!