Muzak pour ascenseurs en panne
"Μουσική για ασανσέρ" γνωρίζουμε, πως να είναι άραγε η μουσική για χαλασμένα ασανσέρ; Του Αντώνη Ξαγά
Πατάμε το κομβίον (για κάποιο λόγο στις οδηγίες των περισσότερων «ανελκυστήρων» ο γλωσσομεταρρυθμιστικός νόμος 309/1976 του Ράλλη ακόμη δεν ισχύει) και το ταξίδι ξεκινά με έναν απαλό μεταλλικό τριγμό… Ένα ταξίδι φαντασιακής κοινωνικής κοινωνικότητας, από τα μεταναστευτικά υπόγεια, τα φοιτητικά και λαϊκά ισόγεια μέχρι τα προνομιούχα ρετιρέ, δημοσιοϋπαλληλικά ή και μη (μια κλιμάκωση αποτέλεσμα της εφεύρεσης του ασανσέρ η οποία αντέστρεψε την έως τότε διαβάθμιση, τα παλιότερα γαρ χρόνια αριστοκρατικοί ήταν οι χαμηλοί όροφοι), στην δημόσια υπηρεσία, «που είναι ο ΕΦΚΑ Ζωγράφου;», 5ο όροφο, τα γραφεία της εταιρείας για να αφήσεις ένα βιογραφικό, «οι πύλες χιλιάδων διαδρόμων/σήμα προς κάθε γραφείο/σου στέλνω κάποιον για να δεις/κι έχω κι άλλους δύο/α, ωραία, αφήστε ένα τηλέφωνο και διεύθυνση» λέγανε οι Στέρεο Νόβα στο «Ασανσέρ στο ΙΚΑ». Από τα παλιά με τα μεταλλικά κιγκλιδώματα (και τον… Βέγγο θυρωρό) μέχρι τα υπερσύγχρονα που φτάνουν με κομμένη την ανάσα σε ένα 1-2 δευτερόλεπτα στο πάρτυ στον 13ο όροφο, πολυτέλεια και εξουσία, μια γυναικεία φωνή αναγγέλλει την άφιξη με άγριες ‘love in an elevator’ φαντασιώσεις, «στο ασανσέρ που συναντιόμαστε, φανταζόμαστε να συμβαίνουν τα πιο τρελά». Και πολλές φορές μουσική υπόκρουση. Ούτε Στέρεο Νόβα, ούτε Aerosmith, ούτε… Βαλάντης. Μόνο muzak…
Μην χρησιμοποιείτε ασκόπως το κομβίον στάσεως και το κομβίον κινδύνου, παρά μόνο σε περίπτωση βλάβης. Τότε που το κουτί μετατρέπεται σε παγίδα, σε εφιάλτη του κλειστοφοβικού, σε νέμεση του παγιδευμένου δολοφόνου που δεν μπορεί να τον βοηθήσουν ούτε καν οι νυχτερινές τρομπέτες του Miles Davis. Ήταν φαρσέρ ή μήπως σαμποτέρ, αμφότερα κάνουν ρίμα με το ασανσέρ δια χειρός Μιχάλη Γκανά. «Θα μας ακούσουν, θα μας βγάλει κανείς από εδώ μέσα;». Η muzak συνεχίζει να παίζει. Εκνευριστικά απαρατήρητη μέσα στην ησυχία… Μουσική παντού…
Όπου muzak, για να έχουμε καλό λόγο, αν και ο όρος έχει ταυτιστεί με τον γλυκερό μουσικό πολτό υποβάθρου που μπορεί να παίζει σε εστιατόρια, εμπορικά κέντρα ή εν προκειμένω… ασανσέρ, υπήρξε πριν απ’ όλα εταιρεία και σήμα κατατεθέν. Η οποία χρεοκόπησε μεν το 2009, είχε προλάβει μέσα σε δεκαετίες όμως να δημιουργήσει εκ του μηδενός μια ζήτηση και μια αγορά. Κι αν ο όρος που μας κληροδότησε παραπέμπει σε ανία και βαρεμάρα, έχει πλάκα να σκεφτεί κανείς ότι το αρχικό κίνητρο ήταν η μουσική να διασκεδάζει την… ανία των επιβαινόντων στο μακρύ –τα παλιά χρόνια– ταξίδι από όροφο σε όροφο (η άποψη ότι η μουσική χρησίμευε στο καλμάρισμα του φόβου, μιας που τα πρώτα ασανσέρ ήταν λέει τρομακτικά, είναι πιθανότατα ένας μύθος ben trovato). Και παρά την απαξίωση και την υποτίμηση, η ιδέα της χρηστικής μουσικής-χαλιού έγινε η βάση για την ambient, με τον τρόπο που την «φιλοσοφικοποίησε» ιδίως ο Brian Eno στα 70s.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο πολιτισμικών αναφορών, είναι έως και εξαιρετικά εμπνευσμένη η ιδέα του κόνσεπτ του εν λόγω δίσκου. Ως γνωστόν άλλωστε την σήμερον ημέρα στην Τέχνη –και όχι μόνο, όπως βλέπετε ισχύει και για την κριτική– η μισή δουλειά σε ένα έργο είναι το… κόνσεπτ, το οποίο είναι αυτό που είναι πλέον το μέσο και ουχί το μήνυμα. «Μουζάκ για ασανσέρ με βλάβη» λοιπόν, από τον Γάλλο Brigitte Barbu, και ουχί Γαλλίδα, και με το όνομα του συνεχίζει έτσι τα σημειολογικά παιχνίδια (‘Μουσάτη Μπριζίτ’, περάστε κόσμε) ο Julien Auger, τον οποίο οι παλιοί οπαδοί του γαλλικού house (της deep εκδοχής του ειδικά) μπορεί να τον θυμούνται ως Pépé Bradock στο κλασικό του χιτ «Deep burnt».
Από τότε δεν έχει κάνει πολλά, συνέχισε με τεμπέλικη και σποραδική δημιουργικότητα βγάζοντας 2-3 δίσκους μοναχά και ολοένα και απομακρυνόμενος μουσικά, στον εν λόγω είναι πλέον beat-less. Για «αιθέριο αφηρημένο χιπ-χοπ» μας προϊδεάζει ο ίδιος, το κόνσεπτ αφήνει ένα σωρό ανοιχτές φαντασιώσεις και προσδοκίες (field recordings, διεστραμμένες cheesy μελωδίες κοκ).
Στην πραγματικότητα έχουμε μια κλασική περίπτωση… βλαμμένου ambient. Η ιδέα, η ουσιαστική και όχι το περιτύλιγμα, είναι ο υβριδισμός κιθάρας και συνθετητών, με την πρώτη να λειτουργεί περισσότερο σαν είναι είδος γεννήτριας συχνοτήτων και ουχί μελωδιών, χρησιμοποιούμενη με μια ηλεκτροακουστική λογική με πολλά εφέ και παραμορφώσεις (αν και κάποιος θα πει, ότι για μια επιτυχημένη παραμόρφωση χρειάζεται μια αρχική μορφή η οποία μετά θα παρα-μορφωθεί). Είναι ενδιαφέρον ότι οι καλύτερες στιγμές του δίσκου θα βρεθούν κυρίως στις αριθμημένες μινιατούρες του λεπτού με τον λογοπαιγνιώδη τίτλο «Trou vert», ίσως και στο «Ray Z» θυμίζοντας παλιούς, πολύ παλιούς Autechre πριν ακόμη πάθους και αυτοί… φαραωνισμό και φύγουν σε απρόσιτες σφαίρες. Κατά τα λοιπά ο δίσκος χάνεται σε άμορφα σχήματα χωρίς περιεχόμενο, τόσο αδιάφορα όσο ίσως η muzak την οποία θέλει προφανώς να παρωδήσει (κι αν θέλετε, όσο αδιάφορη είναι η μεγαλύτερη παραγωγή ambient – έσβησα την λέξη «σύγχρονου» που είχα βάλει αρχικά).
Τελικά νομίζω ότι θα πάω με τις σκάλες… Και ας μην υπάρχει Βέγγος να με κουβαλήσει στις πλάτες του…