Δεν είναι λίγες οι φορές, που πριν ακόμα φτάσει ένας δίσκος στα χέρια σου, υπάρχουν κάποια στοιχεία που σε οδηγούν να βγάλεις ορισμένα συμπεράσματα και σε προδιαθέτουν είτε θετικά, είτε αρνητικά. Για να εξηγούμεθα (που θα έλεγε και ο πρωθυπουργός μας), κάτι που συνήθως μαθαίνει κανείς πριν την επίσημη κυκλοφορία είναι ο τίτλος. Το αν είναι καλό ή όχι ένα άλμπουμ δεν είναι δυνατό να το καταλάβεις από τον τίτλο, μπορείς όμως να διαγνώσεις τυχόν αισθήματα των δημιουργών σε σχέση με αυτό. Αναφέρω τρία πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα: Zeitgeist, Rock Action, A Bigger Bang. Βαρύγδουπες δηλώσεις δηλαδή, που υπόσχονται συναρπαστικό περιεχόμενο, ενώ στην ουσία είναι κραυγές αγωνίας των εκάστοτε καλλιτεχνών σε μια κρίσιμη καμπή της καριέρας τους. Θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν και εκφράσεις όπως: "Είμαστε ακόμα εδώ, δώστε μας λίγη σημασία", "Ας μας πάρει κάποιος στα σοβαρά", "Είμαστε οι τάδε και ξεχωρίζουμε από τη μάζα", για να γίνουν ακόμα πιο κατανοητοί. Θα αναφερόμουν και σε περιπτώσεις δίσκων ομώνυμων με το όνομα του γκρουπ (όταν δε βρίσκεται στα πρώτα του βήματα), κάτι που είναι ακόμα πιο αξιοθρήνητο, αλλά δε θέλω να βγω εκτός θέματος.
Στην περίπτωση των BSP έχουμε μια βαρύγδουπη ρητορική ερώτηση που θέλει να μας πείσει ότι δεν ακούμε ένα συνηθισμένο δίσκο, αλλά ένα μουσικό statement που επαναπροσδιορίζει το ροκ και το θέτει σε νέα βάση. Αυτές τις σκέψεις έκανα πριν ακούσω το δίσκο και κατά τις πρώτες επιφανειακές ακροάσεις. Στη συνέχεια, όταν άρχισαν να ξεθάβονται οι περιπετειώδεις μελωδίες, να βγαίνουν στην επιφάνεια τα μικρά διασκορπισμένα hooks και να αποκαλύπτεται το μέρος που θέλουν να οδηγήσουν τους ακροατές τους οι BSP, κατάλαβα ότι τους παρεξήγησα.
Αν οι Arcade Fire ήρθαν σε αυτόν τον κόσμο με time travel από το Μεσαίωνα στο σήμερα, οι BSP έκαναν ένα πιο σύντομο ταξίδι από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα στο 2003, όταν και κυκλοφόρησαν το πρώτο τους lp. Εκεί που άραζαν σε μια βιβλιοθήκη της εποχής μελετώντας ιστορικά γεγονότα, αλλά και διάφορους θρύλους και δοξασίες, τηλεμεταφέρθηκαν χωρίς τη θέλησή τους στα γραφεία της Rough Trade! Από τότε, δημιουργούν τραγούδια με new wave άλλα και post punk φόρμες (στον πρώτο δίσκο κυρίως), αλλά και στοιχεία από πιο νέα groups, χωρίς να μπορείς να καταλάβεις ποιος έχει επηρεάσει-κατακλέψει ποιον.
Η φετινή τους προσπάθεια διακρίνεται από τη σκοτεινή, βουτηγμένη στο reverb παραγωγή της και συνεπώς από το ζοφερό της κλίμα. Καταφέρνουν για άλλη μια φορά κάτι που αρκετοί μοχθούν να κατακτήσουν: ακούγονται εκκεντρικοί και αλλοπρόσαλλοι χωρίς να καταφεύγουν σε ακρότητες, και χωρίς την παραμικρή προσπάθεια. Απλά παίζουν τη μουσική που γουστάρουν, με προφανείς επιρροές από New Order, Echo And The Bunnymen κ.τ.λ. και το αποτέλεσμα κατά περίεργο τρόπο ξαφνιάζει.
Οι ερμηνείες είναι άμεσες, οι ενορχηστρώσεις δεμένες και οι συνθέσεις εξελίσσονται απρόσμενα, όπως στο εντυπωσιακό Lights Out For Darkier Skies. Τα Waving Flags και No Lucifer που ακολουθούν είναι δύο δυνατά single με αναφορές στη μετανάστευση και στη μάχη καλού-κακού αντίστοιχα. Όσο προχωράει ο δίσκος, μετά την καθιερωμένη κοιλίτσα κάπου στα μισά, αποκαλύπτονται και άλλες επιρροές του group. Στο ορχηστρικό The Great Skua παλεύουν να φτάσουν τους Sigur Ros και στο No Need To Cry πλησιάζουν επικίνδυνα τους Spiritualized.
Όλα καλά μέχρι εδώ, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι ώρες ώρες θυμίζουν εκνευριστικά τους Arcade Fire, σε σημείο που θεωρούνται ύποπτοι για ενδελεχή παρακολούθηση και αισχρό κοπιάρισμα των Καναδών. Προσωπικά δίνω άφεση, είναι στο χέρι σας να τους συγχωρέσετε και εσείς και να τους ακολουθήσετε στις σκοτεινές, αναχρονιστικές διαδρομές τους ή να τους πετάξετε στο χρονοντούλαπο και να τους ξαποστείλετε πίσω μια για πάντα!