Only the strong survive
Και οι διασκευές μπορεί να έχουν... ψυχή. Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Εδώ και μερικές δεκαετίες, η κυκλοφορία ενός δίσκου διασκευών σημαίνει συνήθως ό,τι και η παροιμία «απορία ψάλτου βηξ». Ή σε απλά ελληνικά, έλλειψη έμπνευσης καινούργιου υλικού. Λοιπόν, σας έχω καλά και κακά νέα όσον αφορά το άλμπουμ με τις soul διασκευές του Αφεντικού.
Τα καλά νέα, πρώτα. Ο Springsteen αγαπάει αληθινά τη soul μουσική, κάτι που έχει αποδείξει εδώ και πενήντα χρόνια στα ανεπανάληπτα live του. Ήδη από την εποχή του Stone Pony διάνθιζε τις εμφανίσεις του με soul standard, κάτι που συνεχίζει ως σήμερα (Shout, Twist and Shout, Hold on, I’m coming). Εν ολίγοις, ελπίζω ότι δεν θα γίνει άλλος ένας Rod Stewart, ή έστω Bob Dylan· δηλαδή, ότι δεν θα ασχοληθεί στη συνέχεια με το Great American Sοngbook. Υποθέτω ότι μεγάλωσε κι αυτός ακούγοντας τα βράδια τους μικρούς επαρχιακούς ραδιοσταθμούς που εξέπεμπαν στα βραχέα και μύησαν την λευκή αμερικανική νεολαία στη μαύρη μουσική. Επιπλέον, δεν είναι τύπος που κάνει αρπαχτές όσο γυρίζει η ρουλέτα, κάτι που οφείλεται και στο γεγονός πως έχει χτίσει με πολύ ιδρώτα (το πιάσατε το αστείο, ε;) μια καριέρα και μια περσόνα που δεν χρειάζεται ενέσεις εμπορικότητας. Η αγάπη του για τη soul γίνεται φανερή από την επιλογή των κομματιών που είναι ένα μείγμα από σχετικά άγνωστα (εδώ θα αναρωτηθείτε ίσως: άγνωστα σε ποιον; Θα το σχολιάσουμε παρακάτω) και γνωστά soul τραγούδια, που καλύπτουν μια μεγάλη χρονική περίοδο: από το 1961 το παλαιότερο, έως το 2001 το νεότερο.
Από δω αρχίζουν τα κακά νέα. Μην τρομάζετε, όμως· δεν είναι πολύ κακά.
Στις συνεντεύξεις που έδωσε με αφορμή την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Springsteen έχει πει ότι οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν το πρώτο διάστημα της καραντίνας, με τη βοήθεια του παραγωγού Ron Aniello (Wrecking Ball, 2012, High Hopes, 2014, Western Stars, 2019, A Letter to You, 2020). Κι εδώ μπαίνει η πρώτη σοβαρή ένστασή μου. Μου λείπουν τα φυσικά μουσικά όργανα των έμπειρων συνεργατών του, το feeling των επαγγελματιών μουσικών της Stax και της Atlantic, παρότι ειδικά στα πνευστά έχει χρησιμοποιήσει τα E Street Horns. Σε μερικά σημεία, ο προσεκτικός ακροατής αντιλαμβάνεται την νότα προς νότα αντιγραφή των πρώτων εκτελέσεων —χωρίς την αναλογική μαγεία τους. Ηχητικά, επικρατεί η αίσθηση του λουστραρισμένου ήχου της μετά-Φιλαδέλφεια εποχής, κάτι που επιτείνει συνειδητά ο Aniello. Είναι σαν να βλέπω τις ασφυκτικά γεμάτες αρένες να σείονται στο άκουσμα του ‘Nightshift’ —αν και αμφιβάλω αν η πλειοψηφία του κοινού θα προσέξει τις αναφορές στον Marvin Gaye και τον Jackie Wilson (ειδικά στον δεύτερο· μακάρι να πέφτω έξω, και να ξέρουν οι ακροατές του Bruce το τραγούδι-φόρο τιμής του Van Morrison στον σπουδαίο Jackie το 1972, ή τη διασκευή του ίδιου τραγουδιού από τους Dexy’s το 1982).
Στο βίντεο με το οποίο προανήγγειλε την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Springsteen καμαρώνει (δικαίως), για τη φωνή του που αντέχει ακόμα και του επιτρέπει να τραγουδήσει τη sweet soul music. Η soul music όμως εκτός από γλυκιά, πρέπει να είναι πληγωμένη, πονεμένη, οργισμένη, μια κραυγή διαμαρτυρίας αν θέλει να είναι αυθεντική. Ο Bruce απέδωσε σχεδόν ιδανικά τα τραγούδια του Pete Seeger (We Shall Overcome: the Seeger Sessions, 2006), ίσως λόγω της πολιτισμικής συγγένειάς του με τον σπουδαίο τραγουδοποιό, ενώ, για παράδειγμα, στο ομώνυμο τραγούδι του άλμπουμ ‘Only the Strong Survive’ μιλάει μόνο για έναν χαμένο έρωτα και την αξιοπρέπεια που πρέπει να χαρακτηρίζει τον εγκαταλειμμένο ερωτευμένο, κι έτσι χάνει τον υπαινιγμό για τις ήττες του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα.
Η πανωλεθρία του άλμπουμ είναι το ‘Don’t Play that Song’, ένα τραγούδι που έγραψε ο Ahmet Ertegun (συνιδρυτής και πρόεδρος της Atlantic) μαζί με τη Betty Nelson, τη σύζυγο του Ben E. King, ο οποίος το ηχογράφησε πρώτος το 1962. Οι περισσότεροι εξ ημών το μάθαμε από την εκτέλεση της Aretha Franklin στο άλμπουμ Spirit In the Dark, το 1970. Εκεί το νόημα τού ξεφεύγει τελείως, ο Bruce το ερμηνεύει σαν μία ακόμα ρομαντική soul μπαλάντα. Ίσως γι’ αυτό το τραγούδι που αποδίδει πιο πιστά είναι το ‘The sun isn’t gonna shine anymore’, μια μπαλάντα του συνθετικού ντουέτου Crew & Gaudio που βρισκόταν πίσω από τις επιτυχίες των Four Seasons. Ο Aniello εδώ έχει χτίσει ένα Ηχητικό Τείχος ανάλογο του Phil Spector, και ο Bruce κερδίζει στα σημεία τους Walker Brothers, ενώ αφήνει πολύ πίσω τον Franki Valli που το ηχογράφησε πρώτος. Τέλος, εμένα προσωπικά με ξένισε η κυριαρχία της Motown, γιατί περίμενα πιο μαύρα, πιο βρόμικα κομμάτια —τη soul του Νότου.
Αν ο Bruce έφτιαξε τον δίσκο για να κλείσει το μάτι στους μεγαλύτερους σε ηλικία ακροατές του, το κατάφερε αφού τα μισά κομμάτια είναι πασίγνωστα στον μέσο Αμερικανό ή Βρετανό. Τα άλλα μισά είναι αρκετά άγνωστα, όπως το ‘Soul Days’ του Dobie Gray ή το ‘Do I Love You’ του Frank Wilson (ένα από τα πιο δυσεύρετα σινγκλάκια της αγοράς). To ‘I Forgot to be your Lover’ του William Bell μου δίνει την ευκαιρία να στηρίξω την άποψή μου για την ανεπαρκή απόδοση του Bruce• σκεφτείτε πόσο όμορφα το διασκεύασε ο Van Morrison και το έκανε δικό του. Τέλος, θα προτιμούσα να έλειπε το ‘Someday we’ll be together’ που έχω συνδυάσει με την εγκατάλειψη των Supremes από τη Diana Ross. Και άρα την προδοσία. (Ο καθείς και η καθεμιά κουβαλάει τους συνειρμούς και τις εμμονές του).
Συνοπτικά, δεν θα απέτρεπα κάποιον να αγοράσει το άλμπουμ (εγώ το αγόρασα ήδη). Και δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα με ξεσηκώσει στην επόμενη περιοδεία του. Αλλά δεν κατάφερε να ανέρθει στο επίπεδο των αυθεντικών ερμηνευτών —παρότι δεν έχει επιλέξει να ανταγωνιστεί τους κορυφαίους, και όπου το κάνει, όπως με την Aretha, την πατάει. Μην παρεξηγηθώ, μου αρέσει πολύ ο Jerry Butler, o William Bell, o Levi Stubbs, αλλά δεν αποτελούν την crème de la crème των ηρώων της soul.