Enmityville
Υπό μια προκαταρκτική παρατήρηση η “Enmityville” δεν είναι πόλη που ο οιοσδήποτε υποψήφιος ταξιδιώτης μπορεί να την βρει στον παγκόσμιο άτλαντα και στους γεωγραφικούς χάρτες ή οδηγούς. Όχι, πιθανότατα δεν υπάρχει πουθενά εκεί μέσα. Πρόκειται για ευφάνταστο, γοτθικό δημιούργημα που γέννησε το, ιθύνον για εδώ, μυαλό του Jason Cornell. Για να την επισκεφτεί κάπως κανείς, χρειάζεται να εισέρθει βαθιά στα δώδεκα τρακ του παρόντος δίσκου. Άλλο αν επιλέξει να φύγει μακριά απ’ το κλειστό τοπίο και δει το θέμα αλλιώτικα, πως μια τεράστια εχθρούπολη είναι πια ολάκερος ο κόσμος. Πόσο αβάσιμος θα ’ναι ένας τέτοιος ισχυρισμός στην εποχή μας;
Καθώς όμως αυτή μετουσιώνεται στο κεντρικό κόνσεπτ του τρίτου σόλο άλμπουμ του emcee Brzowski, βασικού εκφραστικού χαρακτήρα του Cornell, γίνεται και το εφευρεμένο επίκεντρο των προσωπικών του πληγών και τραυμάτων. Μέρος όντως κλειστό κι αγωνιωδώς φουτουριστικό δηλαδή, όπου συναντούνται σε συντελειακές συνθήκες αποκάλυψης η σκοτεινή ηχητική αισθητική με τον δυσοίωνο, κυνικό λόγο ενός νεότευκτου post-rapping, απ’ τα πιο ενδιαφέροντα που πέρασαν πρόσφατα τα νερά του Ατλαντικού.
Καθότι άλμπουμ που αναδεικνύει καταρχήν πολύ καλά τη διαμεσολάβηση μεταξύ ετερογενών στοιχείων-επιρροών, το προσεχτικό αφτί δύναται να εντοπίσει πολλά και διάφορα στο “Enmityville”, αναγνωρίζοντας σε κρίσιμη τη συμπληρωματικότητα του ενός προς τα άλλα. Άλλωστε σε τούτο συνηγορούν πολλοί παράγοντες, και προπάντων καθαυτή η σχεδόν εικοσαετή δραστηριότητα του Jason Cornell με τη μουσική υποκουλτούρα.
Επομένως το πανκ παρελθόν με τους Pope On A Rope σχετίζεται άμεσα με την σταθερή επιλογή στην αυτοδιαχείριση, την υποδόρια πολιτικοποίηση στις ρίμες, τον παραδεχθέντα σεβασμό στο πρόσωπο της Gee Vaucher των Crass, αλλά και την στένσιλ γραμματομορφή που βλέπουμε στο τύπωμα του ονόματος Brzowski - η οποία ειδικά στο “Enmityville” είναι και λίγο υδατοκυματιστή ώστε να ταιριάζει με το έργο της Nicole Duennebier που χρησιμοποιήθηκε για το εξώφυλλο αυτού.
Ώρα να συστήσουμε και το τρίο των Vinyl Cape, το παράλληλο πρότζεκτ-όχημα με το οποίο ο Brzowski τρίβεται στις παρυφές του σύγχρονου μέταλ. Αν διερωτάστε μήπως εντοπίζονται εν προκειμένω μερικές ανταλλαγές, καλώς κάνετε όμως ουσιαστικά δεν εντοπίζεται ούτε μία. Υπόγεια άντληση ωστόσο υπάρχει, διότι ως γνωστό και να θέλουμε δεν διαχωρίζονται απόλυτα οι τραγουδιστικές πλευρές των πολυσχιδών περφόρμερ.
Περίπου σ’ όλα τα κομμάτια του “Enmityville” είναι εμφανής η συνδυαστική φυσικών ήχων από κανονικά όργανα (τσέλο, μπάσο, κιθάρες) με αντίστοιχους ηλεκτρονικούς, μαζί επιπρόσθετα με σαμπλς και ντι τζέι κατς, κάτω απ’ τη συνολική, κατά στιγμές αρκετά lo-fi, ενορχηστρωτική επιμέλεια του Christopher Burns (aka C Money Burns). Ο Burns συνηγόρησε ορθά και στο να δοθεί ο ικανός χώρος στα νοήματα που ήθελε να επικοινωνήσει η φωνή. Έτσι ο Brzowski διηγείται εμφατικά ό,τι έχει να πει, λες και βγαίνει μέσα από τη μεταφυσική πομπή όσων συνωμοτικά τον συνοδεύουν την κάθε φορά.
Εκτός του ίδιου του Cornell, άλλοι τρεις παραγωγοί έδωσαν τραγούδια για το άλμπουμ. Ο ένας όπως αναμενόταν είναι ο C Money Burns. Εντούτοις σε πρόσωπο κλειδί για το αποτέλεσμα ανάγεται ο Dennis Faria (aka 80HRTZ) που έγραψε τα μισά, έξι, τρακ, ανάμεσά τους τα εξαιρετικά “Contemporary Cynic” και “Fall Zone Pink”, ενώ στις κορυφαίες στιγμές μπαίνει με τη μοναδική του συμμετοχή, “Demonic Exercises”, κι ο πολύ δραστήριος κατά τα λοιπά Γερμανός Chris Histel (aka Chryso).
Θα αποφύγουμε τον κανονικό επίλογο. Αν πηγαίναμε σε τέτοιον θα λέγαμε κάτι για την οξύτητα της διαφορετικότητας ή για το τι δεν παρανοεί την σκέψη, σβήνοντας άχρηστες απορίες. Αλλά θα προτιμήσουμε είτε να παίξουμε ξανά το “Contemporary Cynic” είτε να αφεθούμε στη σιωπή και να σκεφτούμε χωρίς προμελέτη τον νοσηρά κολλητικό στίχο “A selfie of Dorian Gray…”, γνωρίζοντας πως το ρίσκο που παίρνουμε ίσως και να αποβεί αυτοσκοπός.