Street halo
Το πέπλο μυστήριου πίσω απ' το οποίο κρύβεται ένα καλλιτεχνικό όραμα δημιουργεί και εν τέλει διαμορφώνει μια μη εμπεριστατωμένη άποψη για το εν λόγω όραμα. Κοντολογίς, πλάθει μια εικόνα που εν πολλοίς οφείλει την πειστικότητά της στο δελεαστικό του "άγνωστου", του "ανεξιχνίαστου", που εντοπίζεται σε ένα φανταστικό σημείο, του οποίου οι συντεταγμένες είναι a priori θολές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα κρυμμένα μηνύματα που κατά το παρελθόν απασχόλησαν το rock κοινό και τις περισσότερες φορές αποδείχτηκαν ένα ισχυρό θέλγητρο, μα και συχνά μια καλοστημένη "φούσκα" εντυπωσιασμού.
Στην περίπτωση του Burial, η στιγμή που απομακρύνθηκε το μυστηριώδες της παντελούς έλλειψης στοιχείων περί της ταυτότητάς του, έδειξε ότι η γοητεία της μουσικής του δραστηριότητας ουδέποτε υπολείπονταν των όσων προσωπικών του στιγμών έμεναν επιμελώς στο σκοτάδι. Το 2005 αφήνει το πρώτο στίγμα του με το ομώνυμο LP του στην τότε ανερχόμενη Hyperdub και πυροδοτεί κύκλο συζητήσεων που μετατρέπεται σε έντονες επιδοκιμασίες έπειτα από δύο χρόνια και το εμβληματικό Untrue. Ο γεννημένος William Bevan, αποτέλεσε ένα φορέα ατμοσφαιρικά νυχτερινών μοτίβων που παρά τις εγκεφαλικές τριβές στις οποίες ενέπιπταν αυτά, δεν καταντούσαν λεπτό κουραστικά απαιτητικά. Χτύπησε φλέβα μιας ευρείας γκάμας ακροατών που πολώνονταν τόσο πλησίον της mainstream περιοχής όσο και της indie. Ηλεκτρονικόπληκτοι και κιθαρόπληκτοι τοποθετούσαν τα ακουστικά με ευλάβεια και επιδίδονταν σε απανωτά repeat των "Archangel", "Near Dark", "Unite", "Distant Lights", "Ghost Hardware", "Broken Home", "South London Boroughs"... Οι massive trip hop αναμνήσεις του Μπρίστολ αναδύονταν πλέον σε λονδρέζικη dubstep επιφάνεια.
Λίγο πριν την ολοκλήρωση της τετραετούς σόλο απουσίας του (μιας και εξέδωσε υλικό με συνταξιδιώτη των Four Tet), καταφθάνει το EP Street Halo και απεικονίζει τον Bevan να μην το κουνάει ρούπι απ' την φόρμα που τον καθιέρωσε. Τα μονοπάτια που χάραξε με τις προγενέστερες κυκλοφορίες του, ξαναπατά και στο 2011 με ιδιαίτερη επιτυχία. Σου ψελλίζει ευθαρσώς ότι δεν πρόκειται να εντυπωσιαστείς και να μείνεις εμβρόντητος και μάλλον το δέχεσαι δίχως αποδοκιμασίες. Απολαμβάνεις, λοιπόν, τις υγρές ambient/synth pop αντηχήσεις του "Stolen Dog" και υπεριπτάμενα τα βαθειά γυναικεία house φωνητικά με φόντο την midtempo ρυθμολογία. Αντιστοίχως το κομμάτι που τιτλοφορεί τον δίσκο, δεν μένει μετέωρο ανάμεσα στις εκτεταμένες electronica γνώσεις του Burial, αλλά δια των θρυμματισμένων bleeps και beats επανασυνθέτει ένα παζλ ιδιόμορφα μελωδικό και καθόλα εύληπτο. Εξάλλου, η πάγια τακτική του Burial να αντιτάσσει υποτυπώδεις ρυθμικές και μελωδικές κλιμακώσεις στις απαιτήσεις για ηχητικές μεταβολές, του έχει δείξει προ πολλού το δρόμο. Αυτή η ιδιαιτερότητά του τον ωθεί στο να απλώσει υπέροχα το "NYC" ως ένα σχετικά μίνιμαλ μουσικό θέμα με μπάσα υποβοήθεια σε κάτι λιγότερο από οκτώ λεπτά, χωρίς να προδοθεί και να προδώσει τις προθέσεις του.
Όσοι ανέμεναν απ' τον Burial να ενεργήσει (ελαφρώς) αψυχολόγητα, προβαίνοντας σε αιφνίδιες αλλαγές ύφους και απρόσμενες προσθαφαιρέσεις συστατικών, ενδέχεται να γευτούν μια κάποια απογοήτευση. Οι υπόλοιποι, με σιγουριά, θα τοποθετούν εσαεί τη βελόνα στις αυλακώσεις του δίσκου.