Δε σκέφτομαι από πού θα έρθουν οι σκοτεινές μέρες, από μέσα μου ή απ' έξω. Είμαι αισιόδοξος και σ' αυτό μ' αρέσει να ταμπουρώνομαι. Αλλά να που στα ξαφνικά κρατώ ένα κομμάτι του soundtrack τους στα χέρια μου, και ψάχνω την ταινία, το μοντάρισμα, το φωτισμό, που κοίτα, όλα τους βρίσκονται σε μια τυπική νύχτα που δε θα θέλω να βγω απ' το δωμάτιό μου. Απλά. Τόσο, που από αυτό είναι να τρομάζεις περισσότερο.
Το "Untrue" -εύστοχος τίτλος για την περίσταση, δεν το περίμενα- λέω πως είναι πιο φωτεινό απ' το περσινό "Burial". Σιγά το φως, μια σπίθα στα μαύρα σκοτάδια και κάτι έγινε. Έχει και περισσότερες "φωνές". Μα και το μυαλό μου έχει. Ακούγοντάς το μπερδεύεσαι, δεν ξεχωρίζεις αν είναι από λαρύγγι ανθρώπινο, αν έρχονται απ' τα ηχεία ή απ' τον επάνω όροφο, αν μιλάνε άλλοι ή εσύ μονολογείς και το δυσκολότερο, αν έρχονται από βαθιά εντός σου. Δε θέλει να βγει σε λάιβ ακούω. Και ποιος θα ήθελε να λύσει το μυστήριο, όταν αυτό εκφράζει απόλυτα τη δεκαετία των δύο μηδενικών. Μπορεί πλέον να γραφτεί ικανή μουσική από ανθρώπους που δεν κρατούν στα χέρια τους κάποιο όργανο. Ανώνυμους. Αυτό είναι το τίμημα, κι είναι τέτοιο επειδή φέρνει αναπόφευκτα την αντίληψη στα όριά της. Συν την αισθητική. Την έκφραση και τους κώδικες επίσης.
Το έχουν κάνει και συνεχίζουν να το κάνουν κι άλλοι, ο Burial όμως δημιουργεί τη σχολή. Τελεία. Για τα τραγούδια του που ξεπατικώνουν το ιδιάζον των μοναχικών ωρών, την πίκρα του μάταιου που δεν έχει τέρμα, για τη hype τοξικότητά του, επειδή συνθέτει μουσική μετέωρη, ατέρμονη, χωρίς άκρα. Προπάντων, όμως, επειδή είναι φρέσκος κι επειδή είναι τόσα πολλά που στην τελική δεν είναι. Δεν μπορεί, του αναγνωρίζεις τον τρόπο να μιλάει για παγωμένα, στοιχειωμένα τοπία κι επικίνδυνες γωνιές χωρίς καν να έχει διαβεί το κατώφλι της πόρτας του. Μόνον με υποψίες. Θεολογώντας. Επειδή άκουσε μελωδίες σαν το "Archangel", το "Near Dark" ή το "Raver" στο μυαλό του και τις αναπαράγει πατώντας πλήκτρα και δουλεύοντας καταχρηστικά το copy/paste. Επειδή φαντάζεται περισσότερο από άλλους.
Μπορείς να βρεις λόγους για να σ' απωθήσει ο μη πραγματιστικός και μη απτός κόσμος του "Untrue" (είναι μονόχνοτος είναι ο ένας). Κανέναν ωστόσο που να αντικρούει τη μοναδικότητά του για το 2007. Replay... (8)
Πάνος Πανότας
_ _ _
Τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά. Αν ο Burial είχε εμφανιστεί την προηγούμενη δεκαετία, το album του ίσως να είχε βγει από πολυεθνική και κάποιο single από αυτό θα παιζόταν στο MTV μέχρι θανάτου. Ο ήχος του θα είχε μεγάλη πέραση στους clubbers, ενώ οι υπόλοιποι δε θα έδιναν και πολλή σημασία. Σήμερα είμαστε στο 2007, ο ηλεκτρονικός ήχος έχει απενεχοποιηθεί, τα crossovers δίνουν και παίρνουν, τα μυαλά είναι υποτίθεται πιο ανοιχτά και ο Burial είναι εκ των νέων αγαπημένων σχημάτων των ίδιων ανθρώπων που ακούνε, για παράδειγμα, Arcade Fire. Και των ίδιων ανθρώπων που, δέκα χρόνια πριν, θα σνομπάριζαν χωρίς δεύτερη σκέψη ένα άκουσμα σαν κι αυτό, επειδή δεν είναι cool, επειδή απευθύνεται στο κοινό του Discobole, επειδή τότε δε θα υπήρχε από πίσω ένα Pitchfork να το επιβάλλει βάζοντάς του 8.4 στα 10.
Από μια άποψη, είναι όντως ευχάριστο που οι ακροατές σήμερα αποφεύγουν εν γένει τις παρωπίδες, από την άλλη πάντως είναι και κάπως παράξενο αν σκεφτεί κανείς πόσοι τέτοιοι δίσκοι έχουν κυκλοφορήσει για να περάσουν στα ψιλά ή για να αγνοηθούν εντελώς από τους οπαδούς του "alternative" ήχου. Ο Burial δεν κάνει κάτι πρωτότυπο. Παίζει ρυθμικό r'n'b μαζί με soul και ψήγματα trip-hop και αν υπάρχει κάτι που να διαφοροποιεί το "Untrue" από το χαρακτηριστικό mainstream δίσκο του χώρου αυτού είναι πως δίνει την εντύπωση ότι πέρασε ολόκληρος από ένα τελικό remix για να τονίσει τα dub μέρη, ενώ παράλληλα εκτέθηκε και σε πιο σοφιστικέ παραγωγή. Δε θέλει και πολλή φαντασία για να δει κανείς ότι μια όχι και πολύ ριζικά διαφορετική αντιμετώπιση του ίδιου υλικού θα μπορούσε να κάνει το "Untrue" να ακούγεται σαν νέο album, ας πούμε, του Tony Di Bart. Κι αν δεν τον ξέρετε, δεν τον θυμάστε, ή τον θυμάστε αλλά αυτή η σύγκριση σάς μοιάζει άκυρη, αυτή ακριβώς είναι η ιδέα εδώ πέρα.
Πέρα από το γεγονός, ωστόσο, ότι η επιτυχία του Burial, όπως και αυτή των TV On The Radio, βασίζεται σε ένα προσεγμένο περιτύλιγμα, αυτό δεν ακυρώνει το γεγονός πως (και σε αντίθεση με τους TV On The Radio), o Burial είναι συνεπέστατος σε αυτό που κάνει και αποδεικνύεται ικανός (στο "Untrue", μάλιστα, ακόμα περισσότερο από ό,τι στον προηγούμενο δίσκο) να αποτυπώσει μια αγχωμένη και ασταθή ατμόσφαιρα που υπογραμμίζεται από σπασμωδικά beats και φορτισμένες ερμηνείες. Οι κορυφές του δίσκου βρίσκονται στην αρχή και στο τέλος του, με το γενναίο σε συναίσθημα "Archangel" να θέτει την εκκίνηση σε κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και το ταξιδιάρικο "Raver" να γράφει έναν απολαυστικό επίλογο. Ό,τι είναι ανάμεσα ακούγεται περισσότερο σαν κάτι ενιαίο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα κομμάτια είναι επίπεδα: απλά δεν είναι τόσο ο τύπος του δίσκου που θα ψάξεις για highlights, όσο το album που θα ακούσεις όταν βρίσκεσαι σε μια συγκεκριμένη διάθεση - εννοείται όχι και τόσο χαρούμενη.
Για τους κάθε ταλαίπωρους και αδικημένους Praise ή Μarathon αυτού του κόσμου, ή, για να έρθουμε και πιο κοντά στα δικά μας, για το κάθε αποτυχημένο (από πλευράς απήχησης) πείραμα των His Name Is Alive, ας υπάρχει, λοιπόν, και ένα "success story" σαν αυτό του Burial. Αξίζει τον κόπο, γιατί πέρα από το ότι στάθηκε τυχερός να έχει τους όποιους "opinion makers" με το μέρος του, είναι και κάτι περισσότερο από επαρκής για να εκπροσωπήσει αυτό που ίσως το NME να ονόμαζε nu-soul και που κάποιοι ευτυχισμένοι ακροατές στο Amazon περιγράφουν ως οι "Massive Attack του 2020". (7)
Τάσος Πατώκος