Vertical Stack
Μία παράδοξη κασέτα από μια εντελώς απρόβλεπτη γωνιά του κόσμου, η οποία θέτει σε δοκιμασία τόσο τις τυμπανικές μεμβράνες όσο και τις καθιερωμένες απόψεις για το τι εστί sampling. Του Πάνου Πανότα
Πώς συμβαίνει και σε καιρούς που οι επικοινωνίες τείνουν όλο και περισσότερο στο να καταστούν ακαριαίες εμείς να επιμένουμε στην ανίχνευση των όποιων διασυνδέσεων υφίστανται ακόμη ανάμεσα στις παγκόσμιες, εθνοτικές, τοπικές και προσωπικές μουσικές εμπειρίες; Συμβαίνει διότι δεν πάψαμε να βρίσκουμε νέες περιστάσεις για κάτι τέτοιο, ευνοϊκές και κατάλληλες. Πάμε λοιπόν στην Μανίλα των Φιλιππίνων, και πάμε ειδικά για τον πανούργο κύριο Egisto Leuter, όπως είναι το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, που δραστηριοποιείται στα μουσικά είτε σόλο είτε ως μέλος των Bent Lynchpin (τούς παίζει ντραμς και ξυλόφωνο), σχεδόν δύο δεκαετίες. Όμως το ντεμπούτο του υπό το Caliph8, έτσι όπως τον παρουσιάζουμε σήμερα δηλαδή, βγήκε μόλις το ’13.
Αν κι ικανότατος beatmaker, κρουστός γαρ, όπως και χειριστής των MPC’s, το φετινό άλμπουμ τού Caliph8 “Vertical Stack” ξεπερνά κατά πολύ ως αποτέλεσμα ό,τι γνωρίζαμε ως τα τώρα περί ρυθμοκατασκευής, όσο καλό κι αν ήταν ενίοτε αυτό, ομοίως επίσης ξεπερνά και την εξάσκηση στην τεχνολογία που κάθε επιδέξια κατασκευή ρυθμών ενέχει. Εξετάζουμε επομένως ένα υλικό πρωτόγνωρο τόσο σε βάθος όσο και σε ποιότητα.
Δεν βρίσκεται εύκολα κομμάτι που να ξεχωρίζει. Κιόλας με το σφοδρό μπάσιμο του “Crisp Smog”, κι αρκετά παρακάτω με την πιο ντελικάτη δριμύτητα του “Seeing Three” κι ιδίως του εξωπραγματικού “Turd Stomp Massacre”, οι ήχοι που ο ακουστικός πόρος των αφτιών μας κατευθύνει στην τυμπανική μεμβράνη υψώνουν το “Vertical Stack” στον εκθέτη των παράδοξων κι ασυνήθιστων άλμπουμ του ’17. Ένα σετ από συνολικά 13 ορχηστρικά τρακ αδρού πειραματισμού πάνω στην υβριδικότητα του σάμπλινγκ, που θα μπορούσε ενδεχομένως να περιλάμβανε μόνον από ένα μεγάλο κομμάτι σε κάθε πλευρά της κασέτας (100 κόπιες για όσους αθεράπευτους θέλουν να χειροπιάνουν τα δισκοαποκτήματά τους).
Από παλιά, το γενεαλογικό δέντρο τής music concrète πραγματώνεται με συγκεκριμένους τρόπους επικοινωνίας, οι οποίοι συχνά υποκρύπτουν τη μοιραία σύγκρουση των στοιχείων που την αποτελούν. Και καθότι αναπτύσσεται συνθετικά, αν και δεν είναι αυτός ο κύριος λόγος, έφτασε κι η απροσδόκητη στιγμή να ενσωματώσει επιμέρους και τον Caliph8. Εδώ ωστόσο υπερισχύει ο εμπλουτισμός. Καταλυτικά ρυθμικά μέρη, θόρυβοι, προηχογραφήσεις, εφέ κ.λπ., όλα κάτω από μία αδιάπτωτη, αυτοαναπαραγόμενη λούπα, μετατοπίζουν εξαρχής την προσοχή μας στον παράγοντα συγχώνευση. Τα όρια στο “Vertical Stack” γίνονται πολύ πορώδη. Ο συνδυασμός διαφορετικών μουσικών πηγών επικρατεί όχι ως πρόσθεση ή κατά τη λογική του κολάζ μα σαν μεγάλης ακρίβειας αλληλοεπιρροή, τα χαρακτηριστικά της οποίας ψάχνουμε συνεχώς για να τη διατυπώσουμε.
Καθώς δεν αντανακλά μονάχα τις ταυτότητες των επιρροών του, το επιθετικό τούτο στιλ συνθετικής γραφής κατασκευάζει τη δική του, και με την ουσία της ζητεί να απελευθερωθεί. Ο Caliph8 μεταχειρίζεται το βαθύ, ανθρώπινο σκότος ως αυθεντική θεματική μάζα. Κι αφού σημασιολογικά μεταφέρουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στο γενικό λόγο το μικρό μέγεθος του ονόματος, η ανύπαρκτη φήμη του κι η εκτός οδηγών χώρα προέλευσης, παρόλη την αξιοθαύμαστη πληρότητά τους δίσκοι σαν το “Vertical Stack” δεν είναι ποτέ απλώς μουσική.
Το νόημα στην κατανάλωση της διαφορετικότητας φαίνεται πως άλλαξε μαζί με τις εποχές. Κατά συνέπεια, κοντά του άλλαξαν πια κι οι ρίζες απ’ τις οποίες δύναται να προέλθει. Εξάλλου ήδη απ’ το ’92 ο Roland Robertson έγραφε για το πώς η παγκοσμιοποίηση συγκεκριμενοποιεί το παγκόσμιο και παγκοσμιοποιεί το συγκεκριμένο. Ίσως στα ογδόντα του να μάς έγραφε και καμιά κριτική δίσκου πλέον.