Ο Calvin Johnson λατρεύει το αληθινό και το αυθεντικό, το αυθόρμητα δημιουργικό κ.λπ. Προς χάριν της μανίας του αυτής, μάλιστα, θυσιάζει εδώ και δεκαετίες την ποιότητα, την τεχνική κατάρτιση (για αυτήν είναι που αδιαφορεί με χλευαστικό σχεδόν τρόπο) και όπως θα περίμενε κανείς την εμπορική απήχηση. Αναγνωρίστηκε έγκαιρα ως αυθεντικός ήρωας του underground, του D.I.Y. και της ψυχωμένης κακοφωνίας, και από τους Pavement των early 90s μέχρι τους Manhattan Love Suicides των πρόσφατων 00s του αποδίδονται οι μέγιστες τιμές. Γιατί μην ξεχνάτε ότι πρώτος αυτός έδωσε το χρίσμα σε όσους δεν ήξεραν καν πώς να πιάσουν μια κιθάρα, να μπουν στο στούντιο και να αρχίσουν να ηχογραφούν (οι Suicide το είχαν κάνει με τα σύνθια). Σε μια χρονική στιγμή κινδύνευσε να στιγματιστεί ως συνεργάτης του (γνησίως ατάλαντου) Jon Spencer, εν είδη επιβεβαίωσης και πάλι του πόσο άδικος είναι ο rock πλανήτης μας. Οι Beat Happening θεωρούνται σήμερα ως αδικημένοι πρωτοπόροι, ενώ από την άλλη κανείς δεν έχει το κουράγιο να ακούσει τη συνάντηση των Dubs με τους Explosion από την αρχή μέχρι το τέλος. Και δικαίως.
Αυτό είναι ουσιαστικά το τρίτο άλμπουμ που υπογράφει με το όνομά του, μετά από ένα πρώτο σε στιλ Robert... Johnson και ένα δεύτερο με τις τυπικές συνθετικές αδυναμίες του δημιουργού του. Στην τρίτη του προσπάθεια υποτίθεται ότι "μισθώνει" μουσικούς καταρτισμένους και υπογείως φημισμένους για να ηχογραφήσει τον πρώτο τεχνικά σωστό δίσκο της καριέρας του (ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων). ΟΚ! Ξεχάστε την τελευταία πρόταση. Το αποτέλεσμα δεν διαφοροποιείται δραματικά από τις καλύτερες δουλειές των Beat Happening. Το οποίο θέλει να μας πει ότι και τη Συμφωνική της Βιέννης να δώσεις σε αυτόν τον τύπο, πάλι ένα μονόχρωμο υπόγειο μουρμουρητό θα είναι το αποτέλεσμα. Γοητευτικό, σκοτεινό και πεισμωμένο μεν, αλλά πάντα πεισματικά αρνητικό στις αλλαγές συγχορδιών, την πολυτονικότητα και κυρίως σε οποιαδήποτε υποψία ενορχήστρωσης.
Το εναρκτήριο Lies Goodbye είναι αυθεντικό college rock χιτάκι της καλύτερης πλευράς των αμερικάνικων 80s, χωρίς να φθείρεται από blues και country παρεκτροπές. Λίγο παρακάτω στο Tummy Hop ο καθένας παίζει ό,τι θέλει, ο Calvin λέει ό,τι του κατέβει και η K Records θυμάται τις ένδοξες μέρες του παρελθόντος. Το Banana Meltdown είναι blues, όμως θα μπορούσε να βρίσκεται και σε κάποιο ανεκτό δίσκο του Jon Spencer. Λίγη προσοχή και αν είσαι οπαδός θα καταλάβεις ότι πρόκειται για σκόρπια παλιότερα τραγούδια, που αναθεωρούνται με την υπογραφή των έγκριτων μουσικών και τη διάθεση του Johnson να ανοίξει το στόμα του σε διάμετρο μεγαλύτερη των έξι εκατοστών, μπας και θεωρηθεί ότι επιτέλους τραγουδάει και δεν παραμιλάει στον ύπνο του. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τον τύπο που εδώ και χρόνια κάνει τον Tom Waits να ακούγεται σα δεινός crooner.
Είναι κλισέ και συνήθως ψέμα καλυμμένο αυτό που λέμε για διάφορους δίσκους, ότι δηλαδή προσφέρονται μόνο για τους φανατικούς του συγκροτήματος και δεν απευθύνονται στους απ' έξω. Συνήθως θέλουμε να αποφύγουμε να πούμε ότι πρόκειται για φόλα ολκής. Στην περίπτωση του Calvin Johnson, το κλισέ αυτό τον ακολουθεί για πάνω από είκοσι χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για δημιουργό-φόλα. Κάθε άλλο παρά! Με τον ίδιο τρόπο, όμως, που το δύστροπα αριστουργηματικό Jamboree του 1988 δεν μπόρεσε ποτέ να συγκινήσει όσους εξάντλησαν τα εναλλακτικά τους περιθώρια στους Pavement και τους Replacements, έτσι και αυτός ο δίσκος είναι καταδικασμένος για εντός των τειχών κατανάλωση. Σε εμάς τους φανατικούς ίσως και να προκαλέσει αναστάτωση για τούτη τη στουντιακή επιμέλεια που αποφάσισε να επιδείξει ο αγαπημένος μας επαγγελματίας ερασιτέχνης. Σε δουλειά να βρισκόμαστε δηλαδή...
Άντε να δούμε τώρα ποιος έχει το κουράγιο να ασχοληθεί με το καινούργιο των Dinosaur Jr!
Με τιμή.