Live in Stuttgart 1975
Πού αποτυπώνεται καλύτερα το όραμα ενός καλλιτέχνη ή ενός συγκροτήματος; Στο στούντιο ή στη σκηνή; Ερώτημα μονίμως τιθέμενο και πολλές φορές αναπάντητο. Του Αντώνη Κλειδουχάκη
Οι Can είναι αναμφισβήτητα μέσα στην πεντάδα των γερμανικών συγκροτημάτων που δραστηριοποιήθηκαν την δεκαετία του ‘70 και είναι μαζί με πληθώρα άλλους υπεύθυνοι για την λεγόμενη σκηνή του krautrock. Χαρακτηριστικό της μπάντας ήταν η live, πειραματική, αυτοσχεδιαστική, εξερευνητική προσέγγιση που είχαν στον ήχο τους, καθώς και η ελευθεριακή στάση και αυτονομία που χαρακτήριζε το κάθε μέλος ξεχωριστά όσον αφορούσε την ανάπτυξη του μουσικού μέρους που του αναλογούσε, που όμως με έναν μαγικά, επαγγελματικά ευφυή τρόπο έδεναν όλοι μαζί σαν μπάντα με εξαιρετικό αποτέλεσμα. Αυτή η διάθεση τους να εφεύρουν το αύριο, αφήνοντας ελεύθερο το μουσικό τους ασυνείδητο, ειδικά στην πρώτη επταετία του συγκροτήματος, έφερε ως αποτέλεσμα μια από τις ουσιαστικότερες καταθέσεις στην ιστορία της μη εμπορικής ποπ και ροκ μουσικής και άφησε τουλάχιστον μια τετράδα πολύ αγαπημένων δίσκων για πολύ κόσμο.
Το ‘Tago Mago’ (1971) ήταν το πείραμα, στο ‘Ege Bamyasi’ (1972) προσπάθησαν να προσεγγίσουν την pop φόρμα, στο ‘Soon Over Babaluma’ (1974) έφτασαν στην πιο εκλεπτυσμένη μορφή που έφερε ο ήχος τους και το ‘Future Days’ (1973) ήταν κάπου ανάμεσα σε αυτά.
Ακούγοντας το ‘Ege Bamyasi’ καταλαβαίνεις ότι εν μέρει θέτουν τις ηχοδυναμικές του new wave και του ψυχεδελικού ήχου του (Chameleons, Echo & the Bunnymen, Julian Cope κ.ά.), κάτι που πηγάζει συνολικά από το krautrock. Βέβαια με ιδιαίτερα σκοτεινή διάθεση στον δίσκο, απλώνουν την εμπειρία τους από τις προηγούμενες δουλειές, σε μια πιο σαφή αποτυπωμένη μορφή που σκιαγραφεί τη μελλοντική pop μουσική, σε πολλαπλές μορφές ανά τις δεκαετίες που θα ακολουθούσαν, απίστευτο κατόρθωμα ήδη για την μπάντα. Μην ξεχνάμε ότι στο ‘Ege Bamyasi’ βρίσκεται και το ένα και μοναδικό hit της μπάντας με δεδομένα μέσης ακρόασης και αποδοχής. Το ‘Vitanim C’ στέκεται στην ιστορία μετά τους garage θρύλους των 60s ως ένα από τα πρώτα τραγούδια που συνδέουν τα charts με το underground και την kraut μουσική με την καρδιά των μυημένων. Στο ‘Soup’ αφήνονται καθαρά στο πείραμα και στην ψυχεδελική εμπειρία της live αφήγησης και όχι τόσο στα εφέ και στο studio editing. Εδώ έχουμε περισσότερο να εστιάσουμε στο μεγαλείο της μπάντας στον αυτοσχεδιασμό και του Holger Czukay στην ηχογράφηση. Να σημειώσω ότι τα φωνητικά του Kenji “Damo” Suzuki στον δίσκο είναι τα αγαπημένα μου, λόγω των εναλλαγών στην χροιά και των ιδιαίτερων, διαφορετικών προσεγγίσεων που κάνει. Το ‘Ege Bamyasi’ όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο και για αυτό πιθανώς να μην μνημονεύεται σχεδόν ποτέ ως ο καλύτερος δίσκος τους. Στην σημερινή προσέγγιση όμως είναι ισάξια στην τετράδα, μιας και είναι δίσκος-υπόδειγμα, φορέας του πνεύματος των Can.
Το ‘Tago Mago’ ήταν το πείραμα. Εδώ γίνεται μια πλέξη από στοιχεία της εποχής τους με το τι ήθελε εν τέλει η μπάντα να καταθέσει, ή καλύτερα, με τι προσπαθούσε να ανακαλύψει. Μαέστρος για όλα αυτά υπήρχε και ήταν καταγεγραμμένος στα credit. Ο Czukay ήταν στον δίσκο μηχανικός ήχου και editor. Σαν έκτο μέλος δάμαζε το θαύμα που είχε μπροστά του. Η μεγάλη ιδέα να γίνει κάτι τέτοιο ήταν το κάθε όργανο στο αυτοσχεδιαστικό του μέρος να έχει επιπλέον βοήθεια στην live ηχογράφηση και να μπορεί πιο αναπόσπαστα να αναπτύξει το πείραμα. Ευθύνη του ήταν επίσης να συνδέσει στο studio τα παραπάνω και με κάθε μέλος της μπάντας να κάνει την παραγωγή. Ενώ μέχρι το ‘Oh Yeah’ κυλάει κάπως έτσι, από εκεί και μετά φαίνεται (και καλά κάνουν) να αφήνουν αναλλοίωτο και χωρίς λογοκρισία το όλο εγχείρημα. Ακολουθούν δύο 18λεπτα, ένα 12λεπτο και ένα 6λεπτο κομμάτι και η μπάντα δεν σβήνει τίποτα. Θέλει να το κυκλοφορήσει όπως βγαίνει, χωρίς φτιαξίματα και final cut. Όλο το εγχείρημα. Ίσως, όπως υποστηρίζουν πολλοί της κραουτοφωλιάς, μιλάμε για τον σπουδαιότερο δίσκο της δεκαετίας του ‘70, ίσως λέμε εμείς τώρα, πρόκειται για το σπουδαιότερο και επιδραστικότερο πείραμα που έγινε στην ιστορία του rock, μερικά έως δεκάδες χρόνια μπροστά από τους μιμητές του ήχου αυτού.
Τώρα όσον αφορά τον Jaki Liebezeit στα κρουστά, ο οποίος κατέχει τον πραγματικό τίτλο του Half-man, Half machine -και για αυτό είμαστε εδώ για να μην ξεχνιόμαστε- είναι ο πρώτος ο οποίος έβαλε τα κλειδιά στο αμάξι για να φύγει το νέο (NEU!) όχημα στην Autobahn. Όλοι οι άλλοι δεν είχαν παρά να συντονιστούν στον ρυθμό του ήχου της μηχανής του, Motor-(muz)ik. Μαζί με τον Holger μιλάμε για τους Διόσκουρους του kraut, τους Άγιους Ανάργυρους, τους… ή όποιο άλλο θρυλικό, ιστορικό ζευγάρι θέλετε να χρησιμοποιήσετε σαν παρομοίωση.
Ενώ στο ‘Tago Mago’ ηχογράφησαν ότι γεννούσαν χωρίς λογοκρισία και στο ‘Ege Bamyasi’ έγινε η πρώτη προσπάθεια προσέγγισης της pop φόρμας, στο ‘Future Days’ γίνονται εμφανή τα πρώτα δείγματα υπερθεματισμού της εργασίας στο studio ή/και κατά την ηχογράφηση. Χωρίς extra ρόλο ο Holger, όλοι σύσσωμοι έπαιξαν τον ρόλο του παραγωγού/συνθέτη και ο ήχος δρομολογήθηκε και ισορρόπησε ανάμεσα στα προηγούμενα και στο επόμενο ‘Soon Over Babaluma’. Εάν στο τελευταίο σου φαίνονται υπερβολικά στιλιζαρισμένοι και επιθυμείς μια πιο μορφοποιημένη αλλά ακόμα μέχρι τελευταία στιγμή απροσδιόριστη μορφή, τότε ο δίσκος για σένα είναι το ‘Future Days’. Εάν συμφωνείς με το αποκορύφωμα -τι άλλο να κάνουν πια (;)- ‘Soon Over Babaluma’, τότε απλά υποκλίνεσαι στην αρτιότητα του ήχου του δίσκου αυτού. Προσωπικά είναι ο αγαπημένος μου και ίσως τολμώ να πω μερικές φορές, ο καλύτερος τους. Μετά από αυτό άλλωστε ήρθε η καθοδική πορεία, πορεία που ωστόσο θα ζήλευαν πολλοί. Νομίζω όμως ως μπάντα ότι μέχρι το ‘Soon Over Babaluma’ τα είχαν πει όλα.
Όλα όχι βέβαια, γιατί προκύπτει πέμπτος δίσκος ο οποίος προσπαθεί να χωθεί στα καλύτερα. Το φετινό αρχειακό ‘Live in Stuttgart 1975’, έχοντας πάντα εκτός συναγωνισμού την αριστουργηματική αρχειακή έκδοση του 2012 των ‘Lost Tapes’. Βέβαια όσον αφορά τα live έχει προηγηθεί το ‘Can Box’ το 1999 το οποίο γυροφέρνει και αυτό στο 1975, πλην δύο τραγουδιών το 1972 και δύο το 1977. Ειδικά η έκδοση με την VHS μέσα, είναι ανεπανάληπτη. Η σχέση με το ‘Live in Stuttgart 1975’ πολύ μεγάλη και πιθανώς τα ηχογραφήματα στο box να είναι πιο στοχευμένα και επιτυχημένα όσον αφορά την ποιότητα του ήχου. Λογικό εάν πιθανώς υπήρχε μια μεγαλύτερη προετοιμασία κατά την ηχογράφηση και είχαν ήδη διαλεχτεί από την μπάντα για κυκλοφορία. Πάντως τα κομμάτια δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το άλμπουμ, πράγμα που αποδεικνύει το γεγονός ότι έχουμε την ευκαιρία στα live των Can να απολαύσουμε ωμά τα κομμάτια χωρίς το ντύσιμο του studio. Για παράδειγμα στην έναρξη του δεύτερου CD του ‘Can Box’ στο Colchester Finale του 1972, μιλάμε σε σημεία για καθαρά ψυχεδελικό industrial, ήχους που πέρασαν πολλά χρόνια για να αφομοιωθούν από μπάντες και ρεύματα και ακροατές. Τυχεροί πραγματικά αυτοί που είδαν τα live αυτά και πως να μην ξεπηδήσει άλλωστε μερικά χρόνια μετά η NDW!
Το κύριο και βασικό συμπέρασμα για το ‘Live in Stuttgart 1975’ καθώς και για όλα τα live της μπάντας είναι ότι ο ήχος έχει να μας δώσει συνθέσεις/αυτοσχεδιασμούς χωρίς την εργασία στο studio (επαναλαμβάνω). Είναι μια μεγάλη ευκαιρία να μπούμε μέσα στον πυρήνα των συνθέσεων των Can και να παρακολουθήσουμε από κοντά τις πρώτες ιδέες που σκιαγραφούσαν την μπάντα. Άλλωστε δεν νομίζω σε live να βρεις κομμάτι των Can που να έχει παιχτεί το ίδιο και αυτό κάτι σημαίνει. Ίσως πάλι ένας υφέρποντας περφεξιονισμός να μην επέτρεψε στην μπάντα να κυκλοφορήσει ένα live στον καιρό του και όλες αυτές οι αρχειακές κυκλοφορίες είναι τελικά μοναδικές. Τώρα να μιλήσουμε για καλύτερο άλμπουμ των Can, ούτε για πλάκα, αλλά αναλογιστείτε πόσο σημαντική κυκλοφορία είναι. Ουσιαστικά μας επιτρέπει να δούμε από την χαραμάδα και εφόσον επαναλαμβάνω δεν ήμασταν εκεί, το συνολικό πνεύμα της μπάντας όσον αφορά την πηγαία του σύνθεση πριν την -κατά το δυνατόν- τελειοποίηση του ήχου. Σίγουρα από τις καλύτερες αρχειακές επανεκδόσεις/συλλογές της χρονιάς.
Λίγα λόγια ακόμα για την κυκλοφορία. Χωρίζεται σε 5 μέρη, 20, 15, 35 και δύο 10 λεπτών, με ονόματα ‘Eins’, ‘Zwei’, ‘Drei’ κλπ. Παραδόξως έχουμε μια πιο bluesy έναρξη, πάντα μέσα στην παλέτα των Can και δείχνει να πηγαινοέρχονται ιδέες από τραγούδια τους χωρίς κάτι συγκεκριμένο. Γενικότερα συμβαίνει αυτό στο δίσκο, ακούγονται σκόρπια θέματα που ίσως θυμίζουν κάτι χωρίς όμως να σχηματοποιείται κάποιο γνωστό, συγκεκριμένο κομμάτι. Οι δε ηχητικές πάσες που ανέφερα και παραπάνω οι οποίες εναλλάσσονται μεταξύ των μελών αφήνουν μια ισχυρή jazz ατμόσφαιρα. Μια live kraut-jazz ατμόσφαιρα. Στο ‘Zwei’ υπερθεματίζει ο κιθαρίστας Michael Karoli, με ιδιαίτερο ρόλο και ο πληκτράς Irmin Schmidt αλλά και ο μετρονόμος ντράμερ και ο βαρύς μπασίστας. Απλά υποκλίνεται κανείς στον ήχο.
Στο τρίτο μέρος βγαίνει ένα freak, ψυχεδελικό, kraut, funk κομμάτι που εάν περνούσε από το χέρι μου θα βρισκόταν στο πρώτο έτος όλων των μουσικών σχολών για ντράμερ, για το πως διαχειρίζεται τις δυνάμεις του αυτός ο άνθρωπός επί μισή ώρα, πως παρακολουθεί τις αλλοπρόσαλλες πορείες των συναδέλφων του και το πως ταυτόχρονα καταφέρνει να είναι η ραχοκοκαλιά όλων, διατηρώντας τον προσωπικό του ήχο -που σημειωτέων ήταν και αυτός σε μια διαρκή αναζήτηση. Αναφορά στον Jaki Liebezeit δεύτερη φορά.
Τέλος, το τέταρτο και το πέμπτο κομμάτι, σαν να είναι στις δύο όψεις ενός νομίσματος, ή καλύτερα σαν το μαύρο και το άσπρο του γιν γιαν, εναλλάσσουν την φωτεινή και την σκοτεινή αίσθηση που πολλές φορές η μπάντα εφαρμόζει και πειραματίζεται επίσης. Είναι οι δύο πιο κατανοητές συνθέσεις του δίσκου και μας υπενθυμίζουν ότι ναι μεν πέτυχε το αντίστροφο πείραμα με το ‘Soon Over Babaluma’, η γυμνή από παρεμβάσεις ψυχή της μπάντας παραμένει στο ‘Tago Mago’. Κατανοητή στο ‘Vier’ η πορεία πλέον που επιθυμούσαν. Εδώ έχουμε ίσως την πρώτη πετυχημένη live καταγραφή κομματιού των Can η οποία πλησιάζει τον ήχο που ήθελε να διαμορφώσει στο studio ώστε από live μπάντα να προχωρήσει σε μια πιο στουντιακή μορφή για χάρη του τραγουδιού και της μελωδίας. Το ότι βέβαια το ‘Vier’ ονομάστηκε έτσι και όχι ανάποδα, ίσως και να λέει κάτι, ίσως και να είναι τυχαίο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι θα συνεχιστούν στο μέλλον οι επανεκδόσεις από μια μπάντα η οποία διαχειρίζεται άριστα το αρχειακό της υλικό και είναι σαν να μην μας έχει αφήσει ποτέ.