My Light, My Destroyer
Η αντωνυμία "my' χαρακτήριζε ανέκαθεν την στάση των περισσότερων τραγουδοποιών. Οι σημερινές ωστόσο έχουν τον δικό τους ('my") τρόπο. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Είναι δυνατόν να είναι σημαντικός σήμερα ένας δίσκος που πατάει γερά πάνω στην κληρονομιά των Margo Timmins, Kate Bush, Nico, King Hannah, Julee Cruise, Hope Sandoval, Liz Phair, Sharon Van Etten, Tom Petty και War on Drugs; Παρακαλώ προσέξτε: δεν έγραψα «να είναι καλός». Αυτό σίγουρα μπορεί να είναι και μάλιστα στην προκειμένη περίπτωση έχει εξορισμού καλές πιθανότητες. Είναι όμως αυτό κάτι παραπάνω από αρκετό, έτσι ώστε να μπορεί να θεωρηθεί και σημαντικός;
Η εύκολη απάντηση σίγουρα είναι η καταφατική. Μπορούμε όμως αβίαστα να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο, όσο υποκειμενικά κι αν ερμηνευθεί η σημαντικότητα; Ε, λοιπόν, και πάλι η εύκολη απάντηση θα ήταν η καταφατική, ιδιαίτερα όταν η ουσία του ζητήματος εκτραπεί στον παραπόταμο των προτιμήσεων καθενός, όπου ουσιαστικά δε μπορεί να γίνει λόγος για σωστό ή λάθος. Από την άλλη, καλό θα ήταν να μην ξεχνάμε πως ακόμα και κάποιοι σημαντικοί δίσκοι μπορούν ταυτόχρονα να μην αποδεικνύονται απαραίτητοι ή εποικοδομητικοί, ιδίως στις περιπτώσεις που απλά δίνουν το φιλί της ζωής στις παγιωμένες ως θετικές επιρροές τους, χωρίς να τις αναπλάθουν σε κάτι έστω και ελάχιστα διαφορετικό.
Οφείλω να ομολογήσω γενικότερα ότι δεν έχω σκοπό να αποδομήσω οποιαδήποτε ειλικρινή μουσική πρόταση, όπως και ειδικότερα το “My Light, My Destroyer” της Cassandra Jenkins. Και ναι, μπορείτε βάσιμα να υποθέσετε ότι πριν καν ακούσω το τρίτο αυτό άλμπουμ της, ήμουν θετικά προδιατεθειμένος πρωτίστως λόγω του “An Overview on Phenomenal Nature” (2021) και δευτερευόντως του ντεμπούτου της “Play Till You Win” (2017), αλλά και της -έστω και εν προκειμένω θλιβερής- έμμεσης εμπλοκής του David Berman των αγαπημένων Silver Jews. Εντάξει, λιγάκι και λόγω της προσοχής που τουλάχιστον αφετηριακά αξίζει κάθε κυκλοφορία της Secretly Canadian και του δικού της sub-label Dead Oceans.
Η Νεοϋορκέζα singer-songwriter δε χρειάζεται πλέον συστάσεις. Αναδύθηκε από την αφάνεια σχετικά γρήγορα και σίγουρα νωρίτερα από ό,τι θα μπορούσε να προσδοκά στις μέρες μας οποιοσδήποτε «εντάσσεται» στο συγκεκριμένο μουσικό είδος, για το οποίο εδώ και πάρα πολύ καιρό δεν υλοποιήθηκε -παρά τις κατά καιρούς βιαστικές εξαγγελίες- κάποια μαζική αναβίωση. Αυτό όμως δε μας εμποδίζει καθόλου από το να διαπιστώσουμε ότι η μουσική της εμφανίζει τα άτυπα χαρακτηριστικά του σύγχρονου singing-songwriting: αυτό που όλοι ανέκαθεν αντιλαμβανόμαστε από την γραμματική ερμηνεία του όρου, όπως επίσης και της «ψυχοθεραπευτικής» εκφοράς των στίχων. Με άλλα λόγια, ενώ οι παλιοί τραγουδούσαν με αλληγορία και ευαισθησία τις κοινωνικές ή προσωπικές ανησυχίες τους, οι νεότεροι τις εκφέρουν με ένα διαφορετικά άμεσο τρόπο που παραπέμπει σε συνεδρία ψυχοθεραπείας, ενώ συχνά τους ακούμε να συγκεκριμενοποιούν και να αναλύουν λεπτομερώς τα εσώψυχά τους σε μακροσκελείς συνεντεύξεις που θυμίζουν την αμφίβολης ορθότητας προτροπή «βγάλε από μέσα σου το πρόβλημά σου σε όλους όσους βρεις μπροστά σου». Έτσι, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι στίχοι τους αποστερούνται από ένα μέρος του λογοτεχνικού τους ύφους, δεν παύουν να είναι άμεσοι και εξομολογητικοί. Δηλαδή, να ταιριάζουν απόλυτα σε κάποιον singer-songwriter. Πώς θα το έλεγε αυτό ο Bob; “The times they are (a bit of) a-changing”. Κάπως έτσι ακούγονται οι ευαίσθητες ιστορίες της Cassandra για τη μοναξιά που διαδραματίζονται σε ένα pet-shop και σε ένα ανθοπωλείο, για δύο εραστές που μοιράζονται ένα μπολ φράουλες ή για το ταξίδι του James T. Kirk (William Shatner) με το σκάφος του Jeff Bezos.
Μιλώντας για την έμπνευση που οδήγησε στο “My Light, My Destroyer”, η Jenkins δεν άφησε πολλά στη φαντασία, κάνοντας ουσιαστικά λόγο για το θαυμάσιο αυτό φως, που αποδεικνύεται ως το αντίδοτο στο φόβο. Αυτό όμως που εισέπραξα προσωπικά από τις ακροάσεις του ήταν μια γλυκιά θλίψη, που δείχνει να διαλύεται μονάχα περιστασιακά από κάποιες καλά κρυμμένες ελπίδες που περιμένουν να τις ανακαλύψεις. Η επίμονη και επίπονη αναζήτησή τους γίνεται κι εδώ με τον καθιερωμένο low-key απόλυτα προσωπικό της τρόπο, παρά την πολυεπίπεδη συμμετοχή του Andrew Lappin. Οι μεταβάσεις από το ένα μουσικό είδος στο άλλο ακούγονται απόλυτα ομαλές κάτω από την ορθάνοιχτη singing-songwriting αγκαλιά, κάνοντας ακόμα και τις indie rock, folk, synth-pop και sophisti-pop να μοιάζουν ετεροθαλείς αδελφές της jazz. Από τα δεκατρία τραγούδια, τα “Shatner's Theme”, “Music??” και “Hayley” είναι ιντερλούδια, που όντως συνεισφέρουν στην «ενότητα» του ύφους του άλμπουμ, το οποίο έχει οριοθετηθεί κατά το δυνατόν με την αναφορά των επιρροών στην αρχή αυτού του κειμένου. Αν σώνει και καλά θέλετε κάποιους τίτλους για μια πρώτη ακουστική γνωριμία, κρατήστε τους “Devotion”, “Clams Casino”, “Petco” και “Omakase”.
Αν, τώρα, με ρωτήσετε τι απομένει ως επίγευση της ακρόασης του δίσκου, θα διάλεγα κάπως επιφυλακτικά το “it’s the cracks that let the light get in”. Κι αν επανέλθετε ρωτώντας με αν το “My Light, My Destroyer” είναι σημαντικό, δε θα διστάσω να απαντήσω αρνητικά, προσθέτοντας όμως ότι είναι ένα καλό άλμπουμ.