Covers
Δίσκος διασκευών και το ερώτημα τίθεται σχεδόν αυτεπαγγέλτως: εύκολη διαφυγή από δημιουργική αφλογιστία ή τολμηρή επαναδιαπραγμάτευση; Της Χριστίνας Κουτρουλού
Δεν είναι παράξενο που οι διασκευές έγιναν κάτι τόσο διαδεδομένο. Κάθε άνθρωπος που έχει πιάσει στα χέρια του ένα μουσικό όργανο, ξέρει πόσο εύκολο είναι να συμβεί: έτσι ξεκινά η προσέγγιση προς τη δημιουργία και ίσως έτσι αρχίζουν και τα πρώτα δικά του βήματα. Ωστόσο λίγοι είναι οι δίσκοι αναφοράς οι οποίοι προκύπτουν μέσω αυτής της οδού, ενώ την ίδια στιγμή κυριαρχούν προσπάθειες που βασίζονται στη μανιέρα «πιάνο-κιθάρα ή/και ηλεκτρονικά + συναίσθημα». Προκύπτει δηλαδή η υπόνοια ενός εύκολου δρόμου, ενδεχομένως με στόχο να ακουστεί γρήγορα το όνομά σου.
Η Cat Power, πάντως, ήταν ξεκάθαρη ήδη από την αρχή της καριέρας της: σχεδόν σε κάθε της άλμπουμ θα εντοπιζόταν και μια διασκευή, ενώ στην πορεία έβγαλε και δύο ολοκληρωμένες δουλειές πάνω στο θέμα, το The Covers Record (2000) και το Jukebox (2008). Το φετινό Covers έρχεται λοιπόν να δημιουργήσει μια τριπλέτα, χωρίς να συνεπάγεται όμως ότι υπήρχε κάποιος πιο συγκεκριμένος σκοπός ή ότι τελειώνει εδώ αυτή η αναζήτηση.
Ένα μπλε τζιν τζάκετ –που «μυρίζει» 1990s– ένα διαβατήριο πρόχειρα βαλμένο σε μια τσέπη, μια αγχωτικά στριμωγμένη γραμματοσειρά: το εξώφυλλο δίνει την εντύπωση μιας ασφυκτικά κλεισμένης βαλίτσας (ή και μπαούλου), γεμάτης σκέψεις και δημιουργία. Η απλότητα αγκαλιάζει εύστοχα τόσο το επιλεγμένο υλικό, όσο και τη νοοτροπία με την οποία κινείται η καλλιτέχνιδα. Συνεχίζει με την αυθεντική της φυσικότητα, αδιαφορώντας να σε προκαταλάβει· ερμηνεύοντας και όχι πουλώντας το καθετί που ξεστομίζει. Ως μια διακριτική παρουσία, δηλαδή, η οποία στα καλύτερά της κερδίζει αβίαστα τον ενθουσιασμό χάρη στα παλλόμενα, αυθόρμητα τσαλακώματα του κορμιού ή και του προσώπου της. Σύμφωνα μάλιστα με συνεντεύξεις της, πάνω σε αυτήν ακριβώς την ελευθερία και την άνεση προέκυψαν κάποια από τα κομμάτια του δίσκου, στη διάρκεια ενός τζαμαρίσματος με τη μπάντα της.
Το Covers δεν έρχεται να ταράξει τα νερά. Οι επιλογές διασκευών της Cat Power υπήρξαν πάντα τολμηρές, αλλά τα αποτελέσματά τους παρέμεναν στο γνώριμα λιτό και ειλικρινές πλαίσιο των δικών της δημιουργιών, στο οποίο ξέρει καλά πώς να ελίσσεται. Κάθε κομμάτι αποκτά μια αφήγηση. Οι τόνοι χαμηλώνουν, όχι όμως και η ένταση που κουβαλούν. Μοιάζουν όλα σαν μικρές ιστορίες· απογυμνωμένες, κάποτε αναζωογονητικά μελαγχολικές, σίγουρα όχι μονότονες. Η καλλιτέχνιδα ανακατεύει την τράπουλά της φέρνοντας στο τραπέζι χαρτιά από διαφορετικές «οικογένειες» (ροκ, ποπ, μπλουζ, φολκ, κάντρι), τα οποία μορφοποιεί σε κάτι ενιαίο και συνεκτικό. Διακρίνεται ασφαλώς μια πίστη στον ήδη δεδομένο απόηχό τους, μα από τη στιγμή που περνούν στα χέρια της βρίσκονται πλέον στα δικά της λημέρια.
Εδώ η Cat Power αναδύει προσωπικά της στοιχεία και βρίσκει βιωματικές συνδέσεις. Αλλάζει στίχους ("White Mustang") ή ακούει το νέο υλικό πάνω σε παλαιότερές της μελωδίες ("Bad Religion"). Ανασυντάσσει και αξιολογεί την πορεία και τον εαυτό της ("Unhate"). Προσθέτει μια πολιτικοκοινωνική νότα ("Pa Pa Power") ή αναμνήσεις από το soundtrack μιας ταινίας (το "These Days" ήταν στο The Royal Tenenbaums του Wes Anderson). Εμπνέεται από τον ενθουσιώδη τρόπο μιας αυθεντικής εκδοχής, έστω κι αν επιλέγει να τον κατευνάσει ("It Wasn’t God Who Made Honky Tonk Angels"). Θυμάται και νοσταλγεί παλιές συνήθειές της, κομμάτια-καταφύγιο ("Here Comes Α Regular", "Against Τhe Wind") ή ανθρώπους με καστανά μάτια που αγαπά, αγάπησε και χάθηκαν από τη ζωή ("A Pair Οf Brown Eyes", "I’ll Be Seeing You"). Και γυρνά βέβαια και στα αγαπημένα της μπλουζ χρώματα ("Endless Sea"), τραβώντας όμως και για πιο επιβλητικά, πνευματικά στοιχεία, με τρόπο που σου κολλά στο στέρνο για μέρες ("I Had A Dream, Joe").
Είτε τον ακούσεις σαν όλον, είτε συγκρίνοντας κομμάτι-κομμάτι (αυθεντικό-διασκευή), ο δίσκος στέκεται ευχάριστα μέχρι και απολαυστικά στο αυτί, ενώ αποδεικνύεται και κάπως πιο επινοητικός σε σχέση με τις προηγούμενες, ανάλογες προσπάθειές της. Και σίγουρα θαυμάζεις πόσο εύκολο το κάνει να φαίνεται. Είναι μια δουλειά για να θυμάσαι (αν και όχι σε σημείο να τη χαρακτηρίσεις σπουδαία), που παράλληλα δημιουργεί την επιθυμία μιας λάιβ εκδοχής, αλλά και μια αφορμή ώστε να επιστρέψουν κοντά στην Cat Power όσοι είχαν εγκαταλείψει τις προσπάθειες επικοινωνίας με το έργο της.