Wanderer
Τα πράγματα είναι απλά. Πάντα ήταν. Οι δισκογραφικές εταιρίες δεν είναι φιλανθρωπικοί οργανισμοί. Κύριος στόχος τους είναι το κέρδος. Για να το καταφέρουν μάλιστα, τις περισσότερες φορές προσλαμβάνουν διάφορους οικονομολόγους με μεταπτυχιακά που τα ακούσματά τους κυμαίνονται από Barry Manilow και Celine Dion μέχρι Coldplay και Adele. Προφανώς, υπάρχουν και οι μικρές ανεξάρτητες εταιρίες που δημιουργήθηκαν από ανθρώπους που αγαπάνε την μουσική και θέλουν να κυκλοφορήσουν αξιόλογες δουλειές. Αν όμως θεωρούμε πως η αγαπητή (από τα παλιά) Matador συνεχίζει ν’ ανήκει στην τελευταία κατηγορία, μάλλον κάνουμε λάθος.
Η Chan Marshall (γνωστή και ως Cat Power) υπέγραψε στην Matador το μακρινό 1996. Κυκλοφόρησε από τότε εφτά δίσκους με τελευταίο το “Sun” το 2012. Αλλάζοντας αρκετά τον ήχο της –τότε–, βάζοντας συνθεσάιζερ, drum machine και διάφορα τέτοια μπιχλιμπίδια, κατάφερε να φτιάξει έναν εμπορικό δίσκο και να μπει (για πρώτη φορά) στο Τοπ 10 των άλμπουμ των ΗΠΑ. Η Matador όπως ήταν φυσικό γλυκάθηκε από την επιτυχία, όχι μόνο του “Sun” αλλά και των προηγούμενων δίσκων της, και περίμενε κάτι αντίστοιχο, κάτι «φρέσκο», κάτι πιο πιασάρικο, κάτι άλλο τέλος πάντων από την Cat Power. Όταν λοιπόν οι ιθύνοντες άκουσαν τη νέα της δουλειά που θύμιζε τα πολύ παλιότερά της, δεν χάρηκαν ιδιαίτερα και της ζήτησαν να την ηχογραφήσει ξανά. Βλέπετε είχαν περάσει πολλά χρόνια από το “What would the community think” και το “Moon pix” και τα στελέχη της εταιρίας δεν είχαν πλέον ιδιαίτερη υπομονή ούτε για τις ιδιαιτερότητές της, ούτε για τις απρόβλεπτες συναυλίες της (να τα λέμε και αυτά). Η Marshall από την άλλη μεριά δεν είχε καμία διάθεση για υποχωρήσεις και το διαζύγιο ήταν μονόδρομος. Δεν ξέρω πόσο εύκολα βρήκε νέα εταιρία, αλλά τελικά στεγάστηκε στην βρετανική Domino.
Έχοντας καταφέρει να μείνει όρθια από ένα νευρικό κλονισμό, ένα αυτοάνοσο νόσημα, μια χρεοκοπία, την κατάσχεση του σπιτιού της και τις καταχρήσεις της, η Marshall ηχογράφησε για άλλη μια φορά έναν πολύ προσωπικό δίσκο, τον οποίο δεν είχε σκοπό ν’ αλλάξει. Να παραθέσω εδώ πως δεν μου είχε άρεσε η αλλαγή του ήχου της στο “Sun”. Το άκουσα 2-3 φορές παραπάνω γιατί ήταν δικό της, αλλά πάλι δεν το συμπάθησα.
Στο μουσικό κομμάτι, η Cat Power περιπλανιέται στους ήχους της αμερικανικής φολκ και των μπλουζ με τους οποίους την αγαπήσαμε. Το άλμπουμ ξεκίνα με το γυμνό ομότιτλο κομμάτι “Wanderer”, προφανώς επίτηδες ώστε να μας προετοιμάσει για το ύφος που θα ακολουθήσει. Αμέσως μετά βρίσκεται το “In your face”, ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου. Μια πολύ ωραία μελωδία που κριτικάρει τον σύγχρονο Αμερικάνο, την απάθεια και την μεσοαστική του βόλεψη. Το “Woman” είναι το μοναδικό τραγούδι που προστέθηκε στην αρχική ηχογράφηση μετά την απόρριψή από την Matador. Ένα ντουέτο με –το αστέρι πρώτου μεγέθους– την Lana Del Ray, το οποίο πέραν των γεμάτων αυτοπεποίθηση στίχων, ουσιαστικά, αποτελεί ένα σκωπτικό σχόλιο της Marshall προς την παλιά της εταιρία (για να μην το χαρακτηρίσουμε αλλιώς…).
Όσοι παρακολουθούν από παλιά την Cat Power γνωρίσουν ότι λατρεύει τις διασκευές. Αυτή τη φορά διαλέγει το “Stay” της Rihanna. Μια απρόσμενη (;) επιλογή που όμως αν δεν έχεις ακούσει την πρώτη εκτέλεση, νομίζεις ότι είναι δικό της. Ένα τραγούδι που το έχει συνδέσει με τον πρώην φίλο της και γι’ αυτό το επέλεξε.
Ως σύνολο το “Wanderer” θυμίζει αρκετά το “You are free”. Πολύ όμορφα, αργόσυρτα κομμάτια με τη χαμηλόφωνη χροιά της Chan Marshall να συνοδεύεται με λιτές νότες στο πιάνο και απαλά ακόρντα στην κιθάρα. Τραγούδια όπως το “Black” και το “Robin Hood” δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα αγαπήσουν όσοι αγάπησαν το “Cross bones style” και το “I don’t blame you”. Συνθέσεις όπως το “Me voy” μας θυμίζουν για ποιο ακριβώς λόγο παραβλέπουμε τις ιδιοτροπίες της.
Η Chan βάζει στο εξώφυλλο τις δυο αγάπες της. την κιθάρα και το (μισό) προσωπάκι του τρίχρονου γιού της, προχωρά μπροστά κοιτώντας στο ένδοξο παρελθόν της και μας δίνει έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.