The guessing game
Είχα παρατήσει τους Cathedral γύρω στο 1995 και στο τότε τουλάχιστον εμβληματικό στα αυτιά μου The Carnival Bizzare. Τους είχα πρωτοπιάσει περίπου τρία χρόνια πριν, εξαιτίας της πληροφορίας περί της προϋπηρεσίας του Lee Dorrian στους μονολεπτικούς Napalm Death, για τους οποίους τα λέγαμε πρόσφατα. Τους ξαναπιάνω το 2010 και καθώς το πάει ο Dorrian δεν θα παραξενευτώ αν στην επόμενη συνάντηση μας το 2025 τον πετύχω να παίζει νησιώτικη synth pop, έχοντας εντάξει στο σχήμα τους Γιαννούλη - Βαζαίο. Ή μήπως τελικά όλα αυτά τα χρόνια δεν σημειώθηκαν δε και τόσο συνταρακτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και αποδίδει την μουσική;
Αν εξαιρέσεις το πέρασμα από τις Napalm στις βόμβες βραδείας καύσεως, μάλλον όχι. Το The Guessing Game παρότι απέχει από το να χαρακτηριστεί μνημείο doom εμμονής (σαν αυτά που έχουν καταστήσει τους Candlemass γραφικούς) είναι ένας δίσκος που μετά από 20 χρόνια πορείας με ομαλό τρόπο εντάσσει τον ήχο των Cathedral στην ιδιόμορφη σχέση που πάντοτε αυτός διατηρούσε με τον χωροχρόνο της ροκ μουσικής. Κάπως έτσι πρόκειται όχι απλά για το καλύτερο Cathedral άλμπουμ εδώ και χρόνια, αλλά και για ένα από τα απολύτως καλύτερα της ιστορίας τους.
Υπέρτερα ψυχεδελικό σε σχέση με τις μέσες αντοχές μου. Επίμονα progressive για να πιάνει χώρο στη δισκοθήκη μου. Επιτηδευμένα μακροσκελές και δαιδαλώδες σε μουσικές ιδέες και φράσεις, για να αντιπαρατεθεί στην έσχατη τάση για αναζήτηση ηχητικής λιτότητας. Γεμάτο από αλλεπάλληλα intros και instrumental που προμηνύουν αλλαγές διαθέσεων και περιβάλλοντος. Παρά ταύτα κόλλησα. Ένας δηλωμένος αναρχικός που ανακηρύσσει τον θάνατο του με σκεπτικισμό ήδη από τα πρώτα τραγούδια του δίσκου. Ένας πάνκης στην ψυχή που παραδόθηκε στην αιώνια κατάρα των μεγάλων rock riff και επιστρέφει αφοσιωμένος στην τεχνική, έχοντας ξεκινήσει από το απόλυτο μηδέν σε αυτό το πεδίο. Ο τύπος δεν είναι τυχαίος και αν έχεις επιμονή θα το ακούσεις κι εσύ.
Ο Lee Dorrian είναι ένας σοβαρός μουσικός και πολλά χρόνια πριν επέμενε να παρακολουθεί τους Spacemen 3 σε εβδομαδιαία βάση με όχι περισσότερα από 15 άτομα. Στις συνεντεύξεις του, όπως και στους δίσκους του, προβληματίζεται διαρκώς για τις δυνατότητες της ροκ μουσικής να κινηθεί πάνω σε μία αόριστα κοινή συνισταμένη. Με αυτό το άλμπουμ ξεφεύγει μάλλον οριστικά από τα όρια του metal (χωρίς αυτό να είναι ούτε καλό, ούτε κακό) και σε άλλες εποχές θα μπορούσε να συντονιστεί με το κοινό των Soundgarden για παράδειγμα. Ακόμη και στις δόξες του, αναγκαζόνταν να δικαιολογήσει γιατί βρίσκεται στο ίδιο line up με death και grindcore σχήματα.
Οι Sabbath είναι πλέον μια θολή ανάμνηση, κυρίως σε φωνητικό επίπεδο ανακαλούνται. Οι ενορχηστρώσεις αναζητούν τη διέξοδο σε τακτικές του παρελθόντος, επιστρατεύουν όργανα που προσβάλλουν την ιερή του metal παράδοση και αν θέλει κάποιος να βρει κάτι δισυπόστατα αντίστοιχο θα πρέπει να ανατρέξει στην περίοδο του Sad Wings Of Destiny, οπότε και οι Judaspriest ήταν metal χωρίς να το ξέρουν, οι Rainbow χωρίς να το θέλουν και οι Black Sabbath γιατί ήταν γραφτό τους. Η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος όσο περνάνε τα λεπτά και τα τραγούδια τείνει ολοένα και περισσότερο προς το metal, δεν μπορώ να φανταστώ όμως με ποιο τρόπο μπορεί να καλύψει τις ανάγκες πώρωσης ή και σκοταδισμού ενός εφήβου metal ακροατή, που το αίμα του βράζει για "καθαρά" πράγματα.
Και κάπου εκεί εμφανίζεται το Cats, Insense, Candles & Wine... που θα μπορούσε να είναι και ο επόμενος ηχητικός χαμαιλεοντισμός των Arctic Monkeys ή ο πατενταρισμένος indie ψευδοπρογκρεσιβισμός των Bodies Of Water. Ζόρικοι τύποι αυτοί οι Cathedral τελικά...