The big fall
Η περίπτωση του Cayetano συνεχίζει να ξεχωρίζει κατ' αρχήν λόγω των συνθηκών δημιουργίας. Ομολογημένα και χωρίς δυσκολία θα μπορούσε να καταστεί συνδαιτημόνας στο εγχώριο bar restaurant δισκογραφικό αλισβερίσι, με αντάλλαγμα δύο-τρία resident της αρπαχτής σε επίπεδο "κρύο πιάτο", καμιά συλλογούλα με χορηγό παρθένο ελαιόλαδο και διακοπές σε άτοκες δόσεις, ίσως δε και μία έντεχνη φωνητική στήριξη προς διαπλάτυνση κοινού, αλλά και του κοινού λογαριασμού με τη δισκογραφική (και σμίκρυνση αξιοπιστίας).
Εν τούτοις όμως, ο Μπρατάνης συνεχίζει να επιλέγει τους συνεργάτες του, μουσικούς και ερμηνευτές, με αυστηρά προσωπικά κριτήρια και άρα εκλεκτική διάθεση, να καλύπτει ο ίδιος τα κόστη και τα μήκη των παραγωγών του και είτε να τα κυκλοφορεί με αυτοσύμβαση, είτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να τα εντάσσει στο ρόστερ αμόλυντων και επίκαιρα ενημερωμένων καταλόγων, όπως αυτό της Αυστριακής Etage Noir, που κατά κύριο λόγο υπερηφανεύεται για τα επιτεύγματα του Parov Stelar και της μπάντας του.
Τα παραπάνω δεν έχουν αμελητέες συνέπειες στο περιεχόμενο της μουσικής του. Αντιθέτως. Τον απομακρύνουν αγέρωχα από τις παγίδες της εποχής (που θέλουν αφρο-ινδό-βαλκάνιες και λοιπές "εθνικές" μουσικές, να μολύνουν οτιδήποτε ηλεκτρονικοτζαζίζει) και τον εγκαθιδρύουν σε μία πρωτίστως ευρωπαϊκή ηχορυθμική πραγματικότητα. Ευγενική επομένως και με παράδοση. Ομοίως εκδιώχνονται από το σχέδιο δράσης ενορχηστρώσεις του τύπου "το κάνουμε εδώ/ μας μεταδίδουν στα εστιατόρια" και την όποια σινεφίλ διάθεση (την οποία δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ την θεωρώ κατακριτέα) την διατηρούν σε επίπεδο έμπνευσης και όχι εξαναγκασμένου σκοπού. Κοινώς δεν ακούμε κάτι που να υπαγορεύεται από το πνεύμα της εποχής του, αλλά που να αναζητεί αυτό.
Κάπως έτσι ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, αλλά και του δημιουργού του γενικότερα, το απρόβλεπτο στην εξέλιξη του Doppelganger ξεκινάει από τα sessions των Massive Attack με τον David Holmes και ολοκληρώνεται σε μια απρόσμενη εμβολή των Rondo Veneziano στα mainstream ρεμίξ του Murcof. Ένα από τα πιο αναπάντεχα φινάλε τραγουδιών, σε ένα μουσικό format που συνήθως δεν παίζει με τις "αντιδράσεις" των ακροατών του, αλλά τις αφήνει στην ησυχία τους. Ομοίως για το ήσσονος εκρηκτικότητας, αλλά όχι ομορφιάς, Nothing Left To Do, που δρασκελίζει στην αρχή με jazz filler υποψίες για να μεταφέρει αργότερα τις μνήμες από το The Box των Orbital σε μία piano orientated ανθυποελεκτρόνικα, που δεν παρενοχλεί ως θα θέλαμε, αλλά δεν ενοχλεί κι όλας. Μέχρι και αμιγές pop single υπάρχει αυτή τη φορά δια της ατόπου funk απαγωγής, που καθοδηγεί το Another Galaxy στον όχι απαραίτητα άσπιλο κόσμο του remixing "φτιαξίματος" από ικανούς και με φαντασία όμως μάστορες.
Ενισχυμένο λοιπόν με πλείονα μουσικά θέματα, φτιαγμένο με το hand made μεράκι μίας έστω και πρόσκαιρης ορχήστρας και απαλλαγμένο από τη μάστιγα του ορχηστρικού programming, το The Big Fall παρότι κυκλοφορεί ακριβώς μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού ούτε ως εφήμερο summer-lounge κατασκεύασμα επιδιώκει να περάσει, ούτε σώνει και καλά βιάζεται να ταυτιστεί με τη διογκούμενη μελαγχολία του τίτλου του. Αντιστέκεται ως δημιούργημα μίας και πάλι καλώς εννοούμενης διευρυμένης μουσικής παιδείας και αισθητικής και ανακαλεί το ερώτημα περί του αν το επόμενο στοίχημα για τον δημιουργό του είναι πράγματι ο πειραματισμός και το "σπάσιμο" του κώδικα επικοινωνίας, που ο ίδιος έχει δημιουργήσει μέχρι σήμερα.