Melanie
H Μέλανι είναι ένα ονειροπόλο κορίτσι, μεγαλώνει στα 70s και για να βρει την αγάπη μπορεί να φτάσει μέχρι την άκρη της γης. Η συνέχεια στα αυλάκια του δίσκου...
Υπάρχει αρκετές φορές η αίσθηση, που σε αναντίστοιχα αρκετές των περιπτώσεων εκφράζεται τόσο έντονα ώστε να καταλήγει σε καχυποψία, περί του ότι η τέχνη –και δη η μουσική μιας και όπως έχουμε ξαναπεί για την γλυπτική δεν τυχαίνει να έχουμε άποψη– πρέπει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να είναι «γροθιά στο στομάχι». Να αφουγκράζεται την πραγματικότητα, έστω και με τον κίνδυνο του καιροσκοπισμού περί της επικαιρότητας, να μιλάει στην και για την εποχή της, ενίοτε δε και εναντίον της. Να μην αγνοεί τις συνθήκες, σκληρές ή περισσότερο σκληρές κατά το σύνηθες, και να μη ρεμβάζει ή τυρβάζει περί άλλων, αλλά να κοχλάζει και να κουνάει το δάχτυλο ή και να υψώνει τη γροθιά εκεί που πρέπει.
Θα μου πείτε τώρα, τι σαχλαμάρες μας λες.... (τέτοιες σαχλαμάρες, θα απαντήσω), το 90% των τραγουδιών εκεί έξω (και κυρίως εδώ μέσα και εντός των συνόρων μας) είναι περί έρωτος και μετά βίας το υπόλοιπο 10% είναι περί άλλων δαιμονίων. ‘Μη μιλάς άλλο για αγάπη’ είπε πρόωρα ο τροβαδούρος, αλλά αμέσως μας το ...χάλασε λέγοντας ‘η αγάπη είναι παντού’ και στα σχεδόν καπάκια αποκήρυξε τα τραγούδια για σοκολατόπαιδα, καθώς δεν ήτανε για αυτόν(α).
Η αλήθεια είναι ότι εύκολα αποθεώνεται και αποκτά φανατικούς (φίλους και εχθρούς) η μουσική (και τα τραγούδια κατ’ επέκταση) όταν εμφανίζεται ως γροθιά στο στομάχι, το είδαμε και πλέον πρόσφατα στην περίπτωση του τραγουδιού που έγραψε ο Παύλος Παυλίδης για τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου (είναι τελικά το δικό μας ‘This Is America’, όπως εύστοχα μου ψιθύρισε κάποιος συνήθης ύποπτος σε τέτοια φίλος;). Τι γίνεται όμως με την τέχνη η οποία επιμένει κατά βάση να ΜΗΝ είναι γροθιά είτε στο στομάχι, είτε σε οποιοδήποτε άλλο όργανο, αλλά να απασχολείται κυρίως με την εσωτερική της «οργανοτικότητα»;
Τα παραπάνω είναι όσα κατά κύριο λόγο σκέφτομαι σε κάθε ιδιαίτερα προσεχτική ακρόαση του (ή/και της, θα μπορούσαμε να πούμε προσωποποιώντας τον δίσκο, κατά την διαφαινόμενη επιθυμία και του ίδιου του δημιουργού) Melanie, του τελευταίου άλμπουμ του συμπατριώτη, φίλου, συνδαιτυμόνα (τα έχουμε ξεκαθαρίσει αυτά, όταν αναφερόμαστε σε φίλους) και συχνά-πυκνά αντιρρησία των απόψεων μας (και το αντίστροφο ασφαλώς περί των δικών του), Γιώργου Μπρατάνη, aka Cayetano, που λένε και στις ορεινές Συκιές του νομού Θεσσαλονίκης.
Ο Cayetano τολμάει (θεωρώ πράγματι ότι πρόκειται περί τόλμης) να κυκλοφορήσει ένα concept άλμπουμ γύρω από την μυθοπλαστική ιστορία ενός κοριτσιού η οποία στην ερώτηση «περίπου τι νόημα έχει Κωνσταντέν;», δίνει την απάντηση «είναι ατμοσφαιρικό, αλλά αναζητά και το νόημα της πραγματικής αγάπης». Και παρότι κάτι με το οποίο ορκισμένα δεν απασχολούμαι με τα ελάχιστα concept άλμπουμ που συμβαίνει να μου αρέσουν, είναι αυτό ακριβώς το concept τους, στην προκειμένη περίπτωση η ‘μία τόσο απλή ιστορία’ (που θα έλεγε ίσως και ο Λογό) είναι που αντιστρέφει τα πράγματα και δίνει στο άλμπουμ μία αξιοζήλευτη συνοχή, που δύσκολα θα βρει κανείς είτε σε δώδεκα σκόρπια τραγούδια αγάπης, είτε σε άλλα τόσα άτακτα τραγούδια «κοινωνικής ευθύνης».
Μέσα σε όλα αυτά ο Cayetano δεν ξεχνάει και σε αυτό τον δίσκο την εξαιρετική του ικανότητα να τοποθετεί κάπου στην πορεία ένα τραγούδι που σου δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν είναι ακριβώς δικό του, αλλά έρχεται από κάπου αλλού. Όχι τυχόν επειδή δεν είναι ικανός να παραδίδει τέτοιας στόφας και ποιότητας τραγούδια, το αντίθετο έχει αποδειχθεί, αλλά ακριβώς επειδή υπάρχουν πράγματι τέτοια τραγούδια που στο πρώτο άκουσμα δίνουν την αίσθηση ότι υπήρχαν πάντοτε, και καταφέρνουν να υπερβούν τον δημιουργό τους, όποιος τυχόν και να είναι αυτός, που θέλω να πιστεύω πως ο κάθε δημιουργός, όποια ιδέα και να έχει για τον εαυτό του, αυτό ακριβώς επιθυμεί για τα τραγούδια του.
Κάπως έτσι το μικρό θαύμα του ‘Fairy Tales’ από το ‘Back Home’ του 2010 βρίσκει ιδανικό –όπως και γαλλόφωνο- ταίρι στο ‘Je Suis Paree’ εδώ μέσα. Και ενώ είναι επίσης αξιοσημείωτο, και θέλω να μην το θεωρώ τυχαίο, το ότι ο Cayetano αντιστέκεται στον πειρασμό να ‘γεμίζει’ τους δίσκους του με τέτοιου είδους τραγούδια, αλλά κάθε φορά τοποθετεί στρατηγικά ένα - άντε δύο εξ αυτών στο σημείο εκείνο που η δομημένη ορχηστρικότητα των άλμπουμ του απαιτείται να απλοποιήσει την ούτως ή άλλως υφιστάμενη συναισθηματικότητα της.
Και το ακροτελεύτιο ‘Keep It On’ είναι τέτοιας κοψιάς τραγούδι, και μάλιστα με μία αύρα παλαιότητας να το διαπερνάει, που το καθιστά έως και εντυπωσιακό. Μου θύμισε εκείνο το αξεπέραστο ‘Atomic Soda’ του Babybird, από το κοντινό 1996 ως αίσθηση (αμφότερα βέβαια αποδίδουν τιμές στον Scott Walker της περιόδου που υπερβαίνει κάθε άλλη περίοδο στην ιστορία της σοφιστικέ pop).
Η ιστορία της Melanie λοιπόν, τόσο ως προς το στοιχείο της διήγησης, όσο και ως προς το στοιχείο της μουσικής, που πρωταρχικά μας ενδιαφέρει εδώ, είναι μία καλώς κυλιόμενη παράλληλη ηλεκτρονικοακουσική πραγματικότητα, που δεν επιθυμεί ούτε να προκαλεί και να εξερεθίζει, αλλά ούτε και απαραίτητα να ‘χαϊδεύει’ το μέσο ανυποψίαστο αυτί, περί του οποίου πολύς λόγος γίνεται για το πώς και πόσο επηρεάζει τις τελικές προθέσεις των δημιουργών κατά το τελικό καλούπωμα των ηχητικών τους αποτυπωμάτων.
Ο Cayetano με πρωτογενή υλικά και έμπνευση, με ποικιλία οργάνων και ρυθμών, με κιθάρες που δεν ακούγονται παραγυαλισμένες, ακόμη και όταν ευθέως παραπέμπουν στους Pink Floyd του ‘όχι-μπροστά-μου-τέτοια-πράγματα- παρακαλώ’ (‘Victoria Harbour’), με σωστά μετρημένη ψυχεδελική διάθεση (σε πιο θεμιτά όρια από την χρήση του πρόσφατου Sebastian Tellier για παράδειγμα) και –κυρίως– με το τελικό βλέμμα στην δική του άποψη για το πώς πρέπει να Είναι η μουσική, για ακόμη μια φορά ακροβατεί, χωρίς να αιθεροβατεί και χωρίς να γκρεμοτσακίζεται ασφαλώς, ανάμεσα στο mainstream και στο ιδιότροπο, παραδίδοντας τον ραδιοφωνικό ήχο εκείνο που δεν υπακούει στις νόρμες και τις στατιστικές των ραδιοφώνων.
Το αν θα βρει την ανταπόκριση που πρέπει και αν θα καταναλωθεί ακόμη και από τα περιστασιακά ακροατήρια, με τρόπο που σίγουρα θα ωφελήσει, δεν θα πρέπει να θεωρείται δική του ευθύνη. Αυτός ολοκλήρωσε το χρέος του και με το παραπάνω.